Δευτέρα 28 Αυγούστου 2017

Adela Fernández: 'Ο σκιερός άνθρωπος' (Από την συλλογή διηγημάτων με τίτλο 'DUERMEVELAS') Μετάφραση από τα Ισπανικά

Ο Οσέας είχε την ατυχία να γεννηθεί φορτωμένος με σκιές, κάτω από την επήρεια ενός άστρου που είχε πια πεθάνει. Η μάνα του, όσο τον μεγάλωνε, δε μπορούσε να αποφύγει την απέχθεια που ένιωθε σε κάθε επαφή που είχε με κάποιον σαν αυτόν, που ήταν χτυπημένος από τη μοίρα. “Αυτό το παιδί -μονολογούσε- κουβαλάει ένα φορτίο από ατυχίες” και παρακαλούσε το Θεό να το λυτρώσει απ' αυτό το μαύρο ριζικό.

Από τη γέννησή του ακόμα ο Οσέας έφερε την κακοτυχία στο σπίτι. Ο πατέρας του καταστράφηκε όταν έσκασε ο λέβητας της μηχανής ατμού. Σκοτώθηκαν αρκετοί υπάλληλοι και πελάτες. Και η τραγωδία ήταν τόσο μεγάλη, που ποτέ πια δεν μπόρεσε να ξαναστήσει την επιχείρηση. Τότε το παιδί ήταν μόλις 7 μηνών.

Πέρασε ο καιρός και λόγω της οικονομικής δυσπραγίας οι σχέσεις στην οικογένεια δυσκόλεψαν. Το ζευγάρι μάλωνε για τα πάντα και για το τίποτα. Ο πατέρας αναζήτησε την παρηγοριά και τη χαρά σε άλλη γυναίκα και σιγά σιγά εγκατέλειψε το σπίτι, ώσπου πήρε μαζί του και τον Μαρσέλο, το μεγάλο του γυο. Αυτός μάλιστα, είχε τυχερό άστρο και το χαιρόταν να τον έχει δίπλα του. Αντίθετα με τον Οσέας, που με το ένστικτο της ζωής και της αυτοσυντήρησης, ο κόσμος μόνο που τον έβλεπε έτρεχε να κρυφτεί.
Η μόνη που συνέχισε να είναι προσκολλημένη σ' αυτόν ήταν η Χιλμπέρτα, κινούμενη από τους νόμους της μητρότητας, που την ωθούσαν να προστατεύει αυτό που βλάστησε μέσα στα ίδια της τα σπλάχνα. Το παιδί, συνεχώς άρρωστο, απαιτούσε υπερβολική φροντίδα. Υπέφερε από συκώτι, από μια πάθηση στο αίμα, από μια καταστρεπτική αναιμία και από αρρυθμίες της καρδιάς. Ο Οσέας έβγαινε από τη μια συμφορά για να μπει στην άλλη και δεν υπήρχε ελπίδα ούτε για υγεία ούτε για θάνατο. Για να ανταπεξέλθει στα έξοδα για τους γιατρούς και τα φάρμακα, η μάνα στράφηκε στην πορνεία.

Για όλες τις γυναίκες που δούλευαν στο επαρχιακό μπουρδέλο η ζωή ήταν εύκολη και αποδοτική, όχι όμως και για την Χιλμπέρτα, που οι άντρες την απέφευγαν, καθώς γνώριζαν τις φήμες για το σκιερό παιδί που είχε γεννήσει. Λεγόταν ότι ζώντας μαζί του διέδιδε την κακοτυχία.
Αν κατόρθωνε να συντηρείται από αυτή την αθέμιτη δουλειά, ήταν χάρη στους ξένους που μη ξέροντας τίποτα, πλήρωναν για την ηδονή που πρόσφερε το κορμί της.

Μια περίοδο προσβλήθηκε από σύφιλη και η αναιμική οικονομική της κατάσταση κατέρρευσε τελείως. Για περισσότερα από δύο χρόνια υποστηρίχτηκε από την ελεημοσύνη που της πρόσφεραν οι συναδέλφισές της, κι όταν ο Οσέας έμεινε παράλυτος από μια εμβολή, η Χιλμπέρτα τον εξέθετε στα σκαλοπάτια του αιθρίου της εκκλησίας και με την συμπόνια του κόσμου κατάφερνε μέρα με τη μέρα να παίρνει μια πενιχρή ελεημοσύνη.

Μια μέρα η Λεωνόρα, η μαμή, έστειλε να την καλέσουν και την συμβούλεψε να ξεφορτωθεί το παιδί, να το πάει στις καρμελίτες μοναχές, που φρόντιζαν τα παιδιά στο ορφανοτροφείο του Σαν Λιουίς δε λα Κρους. “Εκεί θα είναι κάτω από την προστασία του Θεού -της είπε- και ίσως ο Κύριός μας το συμπονέσει και το πάρει κοντά του για πάντα”.

Ο Οσέας ήταν πέντε χρόνων όταν τον άφησαν στην πόρτα της μονής. Οι μοναχές τον ανέλαβαν και εκτέθηκαν σε ένα μαρτύριο μεγαλύτερο από αυτό που θα τους επέτρεπε να κερδίσουν τη χάρη του Θεού. Ήταν μια ακόμη ευκαιρία να συντρέξουν σε έναν δυστυχή, στον οποίο έπρεπε να προσφέρουν ειδική φροντίδα και αφιέρωναν άπειρες τελετές για να τον δεχτεί ο Θεός μέσα στην ευσπλαχνία του.

Το παιδί μεγάλωσε σ' αυτό το μοναστήρι που είχε χτιστεί τον 16ο αιώνα σε ένα τόπο ρημαγμένο, όπου αφθονούσαν όλων των ειδών οι κάκτοι. Έναν τόπο καμμένο από τις κλιματικές συνθήκες που προκαλούσαν ασφυξία. Ακόμη κι έτσι, νιώθοντας υπερηφάνια για το πνεύμα αυτοθυσίας τους, οι μοναχές και τα παιδιά δούλευαν κάτω από τον καυτό ήλιο στους λαχανόκηπους. Βλέποντάς τους εκεί σε τόσο χέρσα γη, ο καθένας θα φανταζόταν ότι οι σοδειές τους θα ήταν για τ' ανάθεμα, αλλά καθώς ο Θεός βοηθάει όσους υποφέρουν, οι λαχανόκηποι ήταν δροσεροί και απέδιδαν με αφθονία, εν μέρει χάρη στην επιμελημένη δουλειά και άλλο τόσο σαν από θαύμα.

Ο Θεός άκουσε τις προσευχές που έκαναν οι μοναχές και μέσα σε λίγους μήνες ο Οσέας γιατρεύτηκε από την παράλυση. Και παρά το γεγονός ότι το σώμα του ήταν ταλαιπωρημένο, πολύ γρήγορα μπόρεσε να ενσωματωθεί στις δραστηριότητες των άλλων παιδιών. Δεν έφτανε η δυσάρεστη όψη του, επιπλέον ήταν αδύνατο να αποφύγεις την αποπνικτική αίσθηση που έβγαζε η βαριά σκιά του. Κάθε φορά που έμπαινε σε κλειστό χώρο, το φως μειωνόταν και όταν βρισκόταν σε εξωτερικό χώρο, ο ήλιος έδειχνε να κρύβεται. Σίγουρα χάρη σ' αυτόν το κλίμα έγινε πιο ανεκτό, αλλά κάτι στην παρουσία του υπονόμευε τον ενθουσιασμό των υπολοίπων και όλοι όσοι έμεναν στη μονή έχαναν την ενέργειά τους και έπεφτε το ηθικό τους.

Ο Οσέας θεωρούταν μειονεκτικός και τα παιδιά εκμεταλεύονταν κάθε περίσταση που δεν υπήρχε επίβλεψη για να τον κάνουν να νιώσει το στίγμα του. Μιμούνταν τα κουσούρια του σχηματίζοντας ένα κύκλο προσποιούμενοι τους πιθήκους που χόρευαν και σκαρφίζονταν όλων των ειδών τις προσβολές. Μια μέρα ο Οσέας ενώ βρισκόταν σε άμυνα, χτύπησε με μια πέτρα αρκετές φορές ένα παιδί μέχρι που του αφαίρεσε τη ζωή. Οι μοναχές πανικοβλήθηκαν και κατέβαλαν προσπάθειες για να εκληφθεί η πράξη ως ατύχημα. Δεν τόλμησαν να σκεφτούν ότι το παιδί, επτά ετών τώρα, θα μπορούσε να έχει εγκληματικά ένστικτα. Παρά την καλή θρησκευτική διάθεση, υπήρχε στον αέρα μια αγωνία γεμάτη από φόβο και με την πρόφαση ότι ήταν αναγκαίο να του επιβληθεί μια τιμωρία, το φυλάκισαν μέσα σ' ένα υπόγειο για να αποφύγουν τον κίνδυνο. Σκιά μέσα στη σκιά, ο Οσέας έζησε μέρες πυκνού σκότους και επίπονης απομόνωσης. Στο μεταξύ έξω ο ήλιος πύρωνε τα πάντα. Παιδιά και μοναχές ένιωθαν τα ράσα να τους καίνε και οι ριπές του ζεστού αέρα γέμιζαν με κόλαση τα πνευμόνια. Γι αυτό το λόγο, η ηγουμένη έδωσε εντολή να βγάλουν τον Οσέας έξω για να δροσίσει το περιβάλον με την σκιά του.

Μια Παρασκευή τα χαράματα ο Οσέας συνόδεψε τρεις μοναχές να φέρουν νερό από το πηγάδι. Ενώ έκαναν αυτή τη δουλειά, μια μοναχή που έριχνε το σχοινί για να ανεβάσει το γεμάτο κουβά, κινήθηκε γρήγορα και εξαιτίας μιας περίεργης δύναμης έπεσε στον πάτο του πηγαδιού. Παιδιά και μοναχές έτρεξαν για βοήθεια, αλλά στο μεταξύ την βρήκαν πνιγμένη στα σκοτεινά νερά. “Εσύ την έσπρωξες”, κατηγόρησε η ηγουμένη τον Οσέας δείχνοντάς τον, κι εκείνος αρνιόταν με το κεφάλι. “Ναι, κι αν δεν το έκανες με πράξη το έκανες με την σκέψη”.

Όλα τα μάτια έπεσαν επάνω του, πιο πολύ με τρόμο παρά επικριτικά. Τον φυλάκισαν ξανά στο υπόγειο για δυο μέρες και δυο νύχτες. Οι πιστές ανέλαβαν να βγάλουν το άψυχο κορμί της πεθαμένης αδελφής, γιατί αν την άφηναν εκεί, θα μόλυνε τη μοναδική πηγή πόσιμου νερού που είχαν.

Το κατάφεραν μετά από τιτάνιες προσπάθειες και ο Οσέας μέσα από τη φυλακή του, άκουσε τις πένθιμες ψαλμωδίες από τις τελετές της αγρυπνίας και της ταφής.

Ζητώντας πρώτα από το Θεό να της δίνει ηρεμία και γλυκύτητα, η ηγουμένη κατέβηκε να μιλήσει με τον Οσέας, για να του πει ότι θα τον πήγαινε στον επίσκοπο για να αποφασίσει αυτός για το μέλλον του.

Ο Οσέας άρχισε να κλαίει και ρώτησε το λόγο. Η μοναχή, θωρακισμένη με τη μητρική επιείκεια της παρθένου, μπόρεσε και τόλμησε να τον αγκαλιάσει και κρατώντας τον στην αγκαλιά της του ψιθύρισε: 'Γιατί .... παιδί μου, σε περιτριγυρίζει μια κακιά σκιά”. Λυπημένη από την σύγχυση του παιδιού και με σκοπό να του εξηγήσει το φαινόμενο της δυσοίωνης αύρας του, το έβγαλε από το υπόγειο και το οδήγησε σε μια μικρή αυλή, όπου είχαν σπαρμένα ηλιοτρόπια. “Όλα τα λουλούδια ελκύονται από το φως και βλέπουν προς τον ήλιο -του είπε- αλλά παρατήρησε τί συμβαίνει όταν τα πλησιάζεις εσύ”. Αυτά τα τεράστια, κίτρινα και υπερήφανα λουλούδια, που έθρεφαν το χρώμα τους ρουφώντας το φως του ήλιου, ξαφνικά έσκυψαν προς τα κάτω. “Το βλέπεις;” είπε η πιστή επικρίνοντάς τον με έμφαση. Ο Οσέας παρατήρησε το θέαμα και ψυθυρίζοντας και τραυλίζοντας τη ρώτησε: “Αν καταφέρω να κάνω τα λουλούδια να με κοιτάξουν θα με αφήσετε να παραμείνω εδώ;” Η μοναχή χαμογέλασε: “Βεβαίως και σου εύχομαι να σε βοηθήσει ο Θεός”. Έφυγε βιαστική και τον άφησε μόνο για να επιχειρήσει τον άθλο του.

Τόσο κατηφή παρέμεναν τα ηλιοτρόπια, που ο Οσέας κατέφυγε σε μια πονηριά. Έψαξε και βρήκε βέργες και σύρμα και τα έδεσε όλα μαζί, έτσι ώστε να βλέπουν σε ένα συγκεκριμένο σημείο, προς το κέντρο της αυλής. Κάθισε εκεί έχοντας την αγωνία να δει αν τα λουλούδια θα τον συνηθίσουν, με σκοπό να ανορθωθούν και να εξοικειωθούν απέναντι στην σκιά του. Όλη αυτή κατασκευή με τα λουλούδια άρχιζε να βγάζει έναν διαπεραστικό ήχο, τα κοτσάνια γύρισαν ανάποδα και τα λουλούδια τελικά έχασαν όλα τους τα πέταλα.

Ο Οσέας διαπίστωσε ότι ο μύθος για τη δυσοίωνη αύρα του ήταν αληθινός. Με το θάνατο των ηλιοτρόπιων ήταν πια σίγουρος ότι θα τον πήγαιναν στον επίσκοπο κι αυτός θα τον έκλεινε σε κάποιο υπόγειο. Δεν είχε άλλη επιλογή από τη φυγή. Βγήκε κρυφά και δραπέτευσε.

Έφυγε τρέχοντας προς την έρημο, ανάμεσα στους κάκτους, με τον ήλιο να καίει, χωρίς να νιώθει καμιά κούραση. Προχωρούσε προστατευμένος από τη δική του σκιά, σαν να ήταν ένα κινούμενο δέντρο με τεράστια κλαδιά. Κατά τις τρεις το απόγευμα σταμάτησε και από πολύ μακριά διέκρινε το μοναστήρι. Ποτέ άλλοτε δεν είχε δει τόσο κόκκινο ουρανό. Οι κάκτοι φλέγονταν, σα μπάλες από φωτιά που μετακινούνταν από ένα ελαφρύ αεράκι. Έμοιαζε με μια έκταση με πεσμένους κυλιόμενους ήλιους. Πύρινες γλώσσες έγλυφαν το κτήριο όπου ζούσαν τα παρατημένα παιδιά. Γεμάτος λύπη έβλεπε από μακρυά τη φωτιά. Έκοψε μερικά φρούτα πιταχάγια, τα έφαγε και έσβησε τη δίψα του.

Μετά από τέσσερις μέρες περπάτημα έφτασε σε σε μια περιοχή με έδαφος κοκκινωπό και διαβρωμένο, γεμάτη με κάκτους ιδιαίτερα αγκαθωτούς και μικρούς. Ο ήλιος έδειχνε να βρίσκεται πιο κοντά στη γη και για να προστατευτεί κανείς από τις ακτίνες του, έπρεπε να χώνεται στα χαντάκια σαν τα ερπετά. Μόνο ο Οσέας μπορούσε να το αντέξει κάτω από τη δική του σκιά. Από ένα χαντάκι βγήκε ένας άντρας και όταν τον είδε να περιτριγυρίζεται από ένα κύκλο σκιερό και προστατευτικό, στάθηκε όρθιος ως ένδειξη σεβασμού. “Όπου και να πηγαίνεις, έρχομαι μαζί σου”, του είπε o μοναχικός άνθρωπος και μαζί άρχισαν να περπατούν.

Καθώς προχώρησαν, σαν φαντάσματα έβγαιναν άνθρωποι πίσω από τους κάκτους και μέσα από τα χαντάκια και όλοι έμπαιναν να προστατευτούν κάτω από την σκιά του. Αφού περπάτησαν αρκετά, έτσι ώστε να νιώσουν ότι βρίσκονται μακρυά από τον κόσμο, τότε μόνο σταμάτησαν να ξεκουραστούν.

Οι άντρες της ερήμου δεν έβλεπαν πλέον την σκιά του Οσέας σα δυστυχία, αλλά ως ευλογία. Και γεμάτοι από χαρά και ευγνωμοσύνη τον έκαναν αρχηγό του χωριού. Σήμερα, αυτόν τον άνθρωπο που πριν ζούσε απομονωμένος, τον αποκαλούν “ο κύριος 'Ισκιος μας” και του κάνουν την τιμή να μπορεί δίνει παρηγοριά σ' αυτά τα έμβια όντα, που κατοικούν στην ιριδίζουσα γη αυτής της αφιλόξενης ερήμου.



Δεν υπάρχουν σχόλια: