Δευτέρα 28 Αυγούστου 2017

Adela Fernández: 'Το κλουβί της θείας Ενεντίνας' (Από την συλλογή διηγημάτων με τίτλο 'DUERMEVELAS') και 'Η ασαφής γαλακτική οδός' (Από την συλλογή διηγημάτων με τίτλο 'VAGO ESPINAZO DE LA NOCHE') Μετάφραση από τα Ισπανικά



ΤΟ ΚΛΟΥΒΙ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΕΝΕΝΤΙΝΑ

 Από τότε που ήμουν οχτώ χρονών με έστελναν να πάω φαγητό στη θεία μου την Ενεντίνα, την τρελή. Σύμφωνα με τη μάνα μου τρελάθηκε από τη μοναξιά. Η θεία Ενεντίνα ζούσε στο δωμάτιο υπηρεσίας που βρίσκεται στην άκρη της πίσω αυλής. Καθώς θεωρούσαν δεδομένο ότι θα πήγαινα εγώ τα φαγητά, κανένας δεν την επισκέφτηκε ξανά, ούτε καν είχαν καμιά περιέργεια γι αυτήν. Επιπλέον έριχνα την τροφή και στις κότες και στα γουρούνια. Για τα ζώα, ναι με ρωτούσαν, και μάλιστα με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Ήταν σημαντικό γι αυτούς να ξέρουν αν πάχαιναν, ενώ αντιθέτως κανείς δεν ενδιαφερόταν αν η θεία Ενεντίνα σιγά σιγά έλιωνε.

Έτσι είχαν τα πράγματα, έτσι ήταν πάντα, έτσι εγώ έγινα άντρας, έχοντας καθημερινό καθήκον να πηγαίνω την τροφή στα ζώα και στη θεία.

Τώρα είμαι δεκαεννιά χρονών και τίποτα δεν έχει αλλάξει. Η θεία δεν αρέσει σε κανέναν. Το ίδιο κι εγώ γιατί είμαι νέγρος. Η μάνα μου ποτέ δε μου έχει δώσει ένα φιλί και ο πατέρας μου αρνείται ότι είμαι δικό του παιδί. Η Γκογίτα, η γριά μαγείρισσα, είναι η μόνη που μιλάει μαζί μου. Αυτή μου λέει ότι το δέρμα μου είναι μαύρο γιατί γεννήθηκα εκείνη τη μέρα που είχε έκλειψη, τότε που όλα σκοτείνιασαν και τα σκυλιά αλυχτούσαν. Από αυτή έμαθα να κατανοώ το λόγο που δεν αρέσω. Σκέφτονται ότι όπως και με την  έκλειψη, έτσι κι εγώ θα γίνω η αιτία που θα εξαφανιστεί το φως από τους ανθρώπους. Η Γκογίτα είναι ανοιχτή, ομιλητική και μου διηγείται πολλές ιστορίες, ανάμεσα σ' αυτές και πώς έγινε και αποτρελάθηκε η θεία μου η Ενεντίνα.

Λέει ότι ήταν έτοιμη να παντρευτεί και την παραμονή του γάμου της ένας άντρας βρώμικος και ρακένδυτος χτύπησε την πόρτα της και τη ζήτησε. Τη διαβεβαίωσε ότι ο μνηστήρας της δε θα παρουσιαζόταν στην εκκλησία και θα έμενε για πάντα ανύπαντρη. Συμπονώντας την για το μέλλον που της προδιαγραφόταν της έκανε δώρο ένα τεράστιο κλουβί από σύρμα για να παρηγοριέται στα γεράματά της φροντίζοντας καναρίνια. Ποτέ δεν έγινε γνωστό αν εκείνος ο άντρας, που έφυγε χωρίς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες, ήταν σταλμένος από το Θεό ή το Διάβολο.

Όπως πρόβλεψε εκείνος ο ξένος, χωρίς καμιά εξήγηση η υπόσχεση για σύναψη γάμου εγκαταλείφθηκε και η θεία μου η Ενεντίνα,ζώντας στην αβεβαιότητα και την άσκοπη προσμονή, τρελάθηκε από τη μοναξιά. Η  Γκογίτα μου λέει πως έτσι συνέβησαν τα πράγματα και κατά πάσα πιθανότητα πράγματι έτσι έγιναν. Η θεία Ενεντίνα ζει με το κλουβί της και έχοντας ένα όνειρο: να πάρει ένα καναρίνι. Κάθε φορά που πηγαίνω να τη δω είναι το μόνο που μου ζητάει και όλα αυτά τα χρόνια δεν έχω καταφέρει να της το πάω. Στο σπίτι δε μου δίνουν λεφτά. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού που πουλάει πουλιά στην πλατεία δε θέλει να μου δώσει ένα δώρο και τη μέρα που έκλεψα το πουλί της Δόνια Ρουπέρτα, παρά λίγο να μου κοστίσει τη ζωή. Το έκρυψα σε ένα κουτί από παπούτσια, με ανακάλυψαν, άρχισαν να με χτυπάνε και με ανάγκασαν να το γυρίσω πίσω.

Η αλήθεια είναι ότι με στενοχωρεί πολύ η θεία και καθώς δεν έχω καταφέρει να της φέρω καναρίνι, αποφάσισα να της φερθώ τρυφερά. Μπήκα στο δωμάτιο..., αυτή, συνηθισμένη στο σκοτάδι, πήγαινε από το ένα μέρος στο άλλο. Συνειδητοποίησα ότι αυτή η επιδεξιότητά της να κρύβεται μου φάνηκε γοητευτική. Μετά βίας μπορούσα να την ξεχωρίσω, τη μια ανέβαινε στα έπιπλα, την άλλη σκαρφάλωνε σε μια στίβα εφημερίδες. Έμοιαζε με γκρι ποντικό έτσι που μπερδευόταν μέσα σ' ένα χαμό από πεταγμένα αντικείμενα. Ανέβαινε πάνω στο κλουβί και ταλαντευόταν με τρόπο που σου προκαλούσε θλίψη. Έμοιαζε μ' αυτές τις μεγάλες αράχνες με το μικρούλικο σώμα και τα τεράστια, εύθραυστα πόδια.

Ψάχνοντας στα τυφλά, ανάμεσα σε πηγαινέλα και περδικλώματα, άρχισα να την πλησιάζω. Πόσο δύσκολο ήταν να την παγιδέψω. Ήταν βρώμικη και έζεχνε. Το πρόσωπό της έμοιαζε καταπληκτικά με την εικόνα της Σάντα Λεπρόσα δε λα Καπίγια δε Σαν Λάζαρο: κοκαλιάρα, σαν πτώμα, με ένα Θεό μέσα της που σε κέρδιζε με το πόσο ταιριαστά ήταν. Δε μου ήταν εύκολο να της κάνω έρωτα.

Με έμπλεξε στις κλωστίτσες του φουστανιού της από οργάντζα, αλλά τα κανόνισε μια χαρά για να βρεθώ μαζί της. Κι όλα αυτά αντί ενός καναρινιού, που παρά την υπόσχεσή μου, δε μπορούσα να της το χαρίσω.

Μετά από αυτές τις οικειότητες, κάθε φορά που έφερνα την τροφή της, έβγαζε το χέρι με τα μακρυά νύχια αναζητώντας την επαφή μαζί μου. Έφτασα σε σημείο να κάνω διείσδυση πολλές φορές, αλλά αυτό άρχισε να μ' ενοχλεί. Η θεία Ενεντίνα μου προκαλούσε πόνο, έχωνε τα νύχια της στο δέρμα μου, με δάγκωνε και τα κοφτερά και μυτερά της κόκαλα βυθίζονταν στη σάρκα μου. Έτσι αποφάσισα να ψάξω να βρω τον τρόπο για να της δώσω ένα καναρίνι, όσο κι αν μου κόστιζε αυτό.

Έχουν περάσει πια τρεις μήνες που δεν έχω μπει στο δωμάτιό της. Της μιλάω για την υπόσχεσή μου κι αυτή γελάει σαν ποντικάκι, της φεύγουν τα σάλια και πηδάει από δω και από κει. Μου ζητάει τροφή πουλιών. Μάλλον θέλει να σιγουρέψει την τροφή για το καναρίνι που της υποσχέθηκα. Κάθε  μέρα της φέρνω λίγη από αυτή που αγοράζει η Γκογίτα για την καρδερίνα της.

Έχει περάσει ένας χρόνος και βάλε κι αυτό με το καναρίνι φαντάζει αδύνατο. Με πονάει που της μεταφέρω τέτοια απογοήτευση, ούτε θέλω όμως να κάνω ξανά έρωτα μαζί της. Αντί για τις τρυφερότητες και το καναρίνι, της πρότεινα την καρδερίνα της Γκογίτα. Χοροπηδάει, γελάει, κουνάει αρνητικά το κεφάλι. Φαίνεται να μη θέλει πια πουλί, όμως επιμένει στις καθημερινές χούφτες με την τροφή πουλιών που της φέρνω. Έτσι είναι η τρέλα της, το χρυσό χρώμα των σπόρων φαίνεται να της δίνει χαρά.

Ένιωσα πολύ μόνος, τόσο που αποφάσισα να ξαναμπώ στο σκοτεινό δωμάτιο της θείας Ενεντίνα. Από εκείνες τις μέρες που της έκανα έρωτα, έχουν περάσει πια δυο χρόνια. Πρόσεξα ότι είναι πιο ήρεμη, μπορώ να πω ότι ζει σε μια γαλήνη. Σκέφτηκα πως πλέον δε θα με γρατζουνίσει. Γι αυτό μπήκα εξ αιτίας της μοναξιάς μου και επειδή πρόσεξα πως ήταν ήπια.

Μέσα πλέον στο δωμάτιο, θέλησα να της κάνω έρωτα αλλά αυτή σκαρφάλωσε στο κλουβί. Παρασυρμένος από την όρεξή μου για τρυφερότητες, περίμενα αρκετά, χρόνος που ήταν αναγκαίος για να συνηθίσω το λίγο φως. Τότε ήταν που μέσα στο κλουβί μπόρεσα να δω δυο μωράκια δίδυμα, αδύνατα και αλμπίνους. Η θεία Ενεντίνα τα κανάκευε με τρυφερότητα και ευτυχισμένη τους έδινε, σαν πουλάκια, την μικροσκοπική τροφή.

Τα παιδιά μου, λεπτούλικα, άβουλα, έτρωγαν την τροφή των πουλιών και κελαηδούσαν.

Adela Fernandez
(Από την συλλογή διηγημάτων με τίτλο 'DUERMEVELAS')



Η ΑΣΑΦΗΣ ΓΑΛΑΚΤΙΚΗ ΟΔΟΣ
  
Στην αρχή δεν ήθελα να το κάνω αλλά παρασύρθηκα από την ιδέα. Η συμφωνία για την αυτοκτονία προέκυψε στο ορφανοτροφείο, όταν ο Δον Σατουρνίνο, ο επόπτης, μας τιμώρησε καταβρέχοντάς μας με κρύο νερό με μια μάνικα. Μας άφησε ολόγυμνους στο δωμάτιο να στεγνώνουμε κάτω από το θανατερό φως ενός φεγγαριού που έφθινε. Ήμασταν εκεί για ώρες, κουρασμένοι από το τρεμούλιασμα και αηδιασμένοι από τη βρώμα που μας ερχόταν από το χοιροστάσιο, όπου αγωνιούσε ένα γουρούνι. Εξ αιτίας της γύμνιας, του κρύου που μας έκαιγε, της ομίχλης που τα έκανε όλα πιο λυπητερά και του ζώου που στρίγκλιζε, νιώσαμε πιο ορφανά από ποτέ.

Είχαμε βάλει αλάτι στις ζαχαριέρες των δασκάλων και σε όλους εμάς τους τιμωρημένους φάνηκε ότι αυτή η γελοία σκανδαλιά δεν άξιζε μια τόσο σκληρή τιμωρία. Στις τέσσερις το πρωί μπήκαμε στο υπνοδωμάτιο και ανάμεσα σε κλαψουρίσματα και λυσσαλέα γέλια στίβαμε το μυαλό μας να βρούμε τί εκδίκηση θα πάρουμε. Ο Ιγνάσιο, ο μεγαλύτερος απ' όλους μας, ο 'μεγάλος' των 11 χρόνων, μας έπεισε πως το καλύτερο ήταν να πεθάνουμε, να αυτοκτονήσουμε για να κουβαλάει ο Δον Σατουρνίνο το κρίμα αυτής της ομαδικής αυτοκτονίας για όλη του τη ζωή.

Ο Ιγνάσιο ήταν γιος ενός πρακτικού θεραπευτή και ανιψιός ενός πνευματιστή και είχαμε τη βεβαιότητα ότι είχε την επαφή με το υπερπέραν και την γνώση για τους ευθείς δρόμους του θανάτου, έτσι κάναμε όλα όσα μας είπε ότι ήταν αναγκαία. Μας προέτρεψε να  παρακαλέσουμε τη Μοίρα, λέγοντας προσευχές σε μια περίεργη γλώσσα, για να μη καταλήξουμε θλιμμένα εκτοπλάσματα κολλημένα στη γη, αλλά αγνά πνεύματα, φωτισμένα και υψηλά. Με λέξεις τέλεια περιγραφικές μας σκιαγράφησε την ασαφή Γαλακτική Οδό που αποτελείται από σκόνη φωτός και αρμονικούς αστερισμούς. Ήταν εύκολο να φανταστούμε αυτή την τεράστια και φωτεινή ραχοκοκαλιά να λάμπει στη μαυρίλα του νυκτερινού ουράνιου θόλου. Μας υποσχέθηκε ότι θα ανεβούμε στο Θεό από αυτή. Θα ξεκινούσαμε αυτό το θανατερό ταξίδι από τον κόκκυγα και θα πηγαίναμε σκαρφαλώνοντας από τους σπονδύλους που θα μας αποκάλυπταν μυστήρια πέρα από κάθε φαντασία.

Φτάνοντας στον τράχηλο θα μπορούσαμε να μπούμε στο κεφάλι του Θεού. Έτσι μας είπε. Σε όλους εμάς φάνηκε ότι θα ήταν μια συναρπαστική περιπέτεια και με υπακοή και αφοσίωση συνεχίσαμε τις εντολές του  Ιγνάσιο. Για οχτώ νύχτες, οι πέντε σύντροφοι πιασμένοι από τα χέρια και με τα μάτια κλειστά, προσευχόμασταν λέγοντας τις ενδεδειγμένες προσευχές. Φτάνοντας στην ένατη μέρα συνάψαμε τελετουργικά την συμφωνία. Ο Ιγνάσιο έδωσε στον καθένα από μας για να μασήσει πέντε μπαλίτσες μεσκαλίνα και μετά μπήκαμε στο εργαστήριο για να κλέψουμε τέσσερα μπουκαλάκια αιθέρα και τον ήπιαμε με μεγάλες γουλιές.

Παρά τους εμετούς, η επίδραση ήταν άμεση. Θυμάμαι τις αναγούλες, τη ζάλη και την απαίσια όψη: η τεράστια ραχοκοκαλιά έπλεε μέσα στο σύμπαν, φωτισμένη από τα δικά της ουράνια σώματα.
Εκεί βρισκόμασταν όλοι και σκαρφαλώναμε στους πρώτους σπονδύλους, καταβάλλοντας προσπάθεια να μη πέσουμε, μέσα σ' αυτή την παχύρρευστη φωταψία. Ξαφνικά ο φόβος με παρέλυσε και ενώ οι σύντροφοί μου σκαρφάλωναν προς το κεφάλι ψάχνοντας την υπερφυσική νοημοσύνη, εγώ, παρασυρμένος από μια καταραμένη δύναμη, σύρθηκα προς το κέντρο της ραχοκοκαλιάς προς την ουρά, μια ζώνη γεμάτη με μικρά κομματάκια που κινούνταν ανεξέλεγκτα. Δεν ξέρω για πόσες ώρες κατέβαινα μέσα από τα κόκαλα αναπνέοντας κύματα αέρα που έκοβε σα διαμάντι και αιμορραγώντας από το στόμα και τη μύτη. Η γεμάτη αρμονία φωτεινότητα και οι ανταύγειες της βρισκόταν πολύ μακρυά μου και εγώ, μόνος, βρέθηκα παγιδευμένος στον τελευταίο σπόνδυλο του κόκκυγα, εκεί όπου βρίσκονται οι συμφορές, το κακό και η αμηχανία. Παγιδευμένος στον τρόμο βρέθηκα ανάμεσα στα απομεινάρια του χάους, χωρίς να έχω τη δυνατότητα να ξεφύγω από αυτό και χωρίς να καταλαβαίνω γιατί δεν κατάφερα να σκαρφαλώσω.
Όταν ξύπνησα στο αναρρωτήριο δεν ένιωσα καμία ανακούφιση γιατί το το πιο ουσιώδες κομμάτι μου είχε μείνει σ' εκείνη την κοσμική φυλακή. Οι φίλοι μου είχαν πεθάνει και μου αρέσει να σκέφτομαι ότι κατάφεραν να φτάσουν στο κεφάλι του Θεού. Έχουν περάσει επτά χρόνια από τότε που έφυγαν κι εγώ έχω επιζήσει χωρίς να είμαι ευχαριστημένος με την πραγματικότητα και παράλληλα νιώθω εξευτελισμένος από το Θάνατο που μυστηριωδώς με απέπεμψε.

Παραμένω στη ζωή, έχοντας μεγαλώσει και όντας περιορισμένος στο ίδρυμα, μ' αυτή την αίσθηση ότι το κεφάλι μου φουσκώνει κάθε φορά και περισσότερο, βουϊζει και γεμίζει με παχύρρευστα υγρά, όπου επιπλέουν ή βυθίζονται τα άστρα του κακού και των βασάνων. Από το γεγονός ότι έμεινα να περιπλανιέμαι στην κατώτερη ζώνη του σκελετού του σύμπαντος και από το ότι έχασα την ικανότητα να μιλάω, όλοι υποθέτουν ότι είμαι ηλίθιος. Αυτό φαίνεται να σκέφτεται ο Δον Σατουρνίνο κάθε φορά που τον κοιτάζω προσεκτικά. Το θέμα είναι ότι κάθε φορά που παρατηρώ πόσο τον γονάτισαν οι ευθύνες του και πώς ζει με τον φόβο των φαντασμάτων, έτσι όπως το σχεδιάσαμε, εκπλήσσομαι και θα ήθελα να τον ρωτήσω τί πραγματικά συμβαίνει στη συνείδησή του. Ξέρω ότι κάτι τον βαραίνει, αν και κάθε φορά που αναφέρεται στο γεγονός λέει ότι δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια παιδική δειλία.

Κανείς δε φαντάζεται πόσο υποφέρω και πόσο προσπαθώ να βγω από αυτή την αστρική κοιλότητα.
Με ένα μείγμα λύπης και απέχθειας με αποκαλούν Ηλίθιο και με προορίζουν μόνο για το σκούπισμα των δωματίων. Συμμορφώνομαι και υπομένω τη ρουτίνα της μιας μέρας που διαδέχεται την άλλη, ενώ το πνεύμα μου που έχει εγκατασταθεί στην ασαφή Γαλακτική Οδό παλεύει κόντρα στις συμφορές, επιθυμώντας διακαώς κάποια μέρα να εξαφανιστούν. Ξέρω ότι όταν καταφέρω να διαχειριστώ το δικό μου χάος, θα βγω από την ουρά και ... σπόνδυλο τον σπόνδυλο θα ανέβω, θα έχω πρόσβαση στη ζώνη της φωτεινής σκόνης και όπως έκαναν οι φίλοι μου θα μπορέσω να εισχωρήσω στο θεϊκό, αστρικό κεφάλι του Καλού και της κοσμικής Νοημοσύνης. Αυτή συνεχίζει να είναι η μοναδική μου επιθυμία: να φτάσω στο Θεό. Αυτό σκέφτομαι όταν σκουπίζω και αυτό ονειρεύομαι όταν κοιμάμαι.

Adela Fernandez
(Από την συλλογή διηγημάτων με τίτλο 'VAGO ESPINAZO DE LA NOCHE')



Adela Fernández: 'Ο σκιερός άνθρωπος' (Από την συλλογή διηγημάτων με τίτλο 'DUERMEVELAS') Μετάφραση από τα Ισπανικά

Ο Οσέας είχε την ατυχία να γεννηθεί φορτωμένος με σκιές, κάτω από την επήρεια ενός άστρου που είχε πια πεθάνει. Η μάνα του, όσο τον μεγάλωνε, δε μπορούσε να αποφύγει την απέχθεια που ένιωθε σε κάθε επαφή που είχε με κάποιον σαν αυτόν, που ήταν χτυπημένος από τη μοίρα. “Αυτό το παιδί -μονολογούσε- κουβαλάει ένα φορτίο από ατυχίες” και παρακαλούσε το Θεό να το λυτρώσει απ' αυτό το μαύρο ριζικό.

Από τη γέννησή του ακόμα ο Οσέας έφερε την κακοτυχία στο σπίτι. Ο πατέρας του καταστράφηκε όταν έσκασε ο λέβητας της μηχανής ατμού. Σκοτώθηκαν αρκετοί υπάλληλοι και πελάτες. Και η τραγωδία ήταν τόσο μεγάλη, που ποτέ πια δεν μπόρεσε να ξαναστήσει την επιχείρηση. Τότε το παιδί ήταν μόλις 7 μηνών.

Πέρασε ο καιρός και λόγω της οικονομικής δυσπραγίας οι σχέσεις στην οικογένεια δυσκόλεψαν. Το ζευγάρι μάλωνε για τα πάντα και για το τίποτα. Ο πατέρας αναζήτησε την παρηγοριά και τη χαρά σε άλλη γυναίκα και σιγά σιγά εγκατέλειψε το σπίτι, ώσπου πήρε μαζί του και τον Μαρσέλο, το μεγάλο του γυο. Αυτός μάλιστα, είχε τυχερό άστρο και το χαιρόταν να τον έχει δίπλα του. Αντίθετα με τον Οσέας, που με το ένστικτο της ζωής και της αυτοσυντήρησης, ο κόσμος μόνο που τον έβλεπε έτρεχε να κρυφτεί.
Η μόνη που συνέχισε να είναι προσκολλημένη σ' αυτόν ήταν η Χιλμπέρτα, κινούμενη από τους νόμους της μητρότητας, που την ωθούσαν να προστατεύει αυτό που βλάστησε μέσα στα ίδια της τα σπλάχνα. Το παιδί, συνεχώς άρρωστο, απαιτούσε υπερβολική φροντίδα. Υπέφερε από συκώτι, από μια πάθηση στο αίμα, από μια καταστρεπτική αναιμία και από αρρυθμίες της καρδιάς. Ο Οσέας έβγαινε από τη μια συμφορά για να μπει στην άλλη και δεν υπήρχε ελπίδα ούτε για υγεία ούτε για θάνατο. Για να ανταπεξέλθει στα έξοδα για τους γιατρούς και τα φάρμακα, η μάνα στράφηκε στην πορνεία.

Για όλες τις γυναίκες που δούλευαν στο επαρχιακό μπουρδέλο η ζωή ήταν εύκολη και αποδοτική, όχι όμως και για την Χιλμπέρτα, που οι άντρες την απέφευγαν, καθώς γνώριζαν τις φήμες για το σκιερό παιδί που είχε γεννήσει. Λεγόταν ότι ζώντας μαζί του διέδιδε την κακοτυχία.
Αν κατόρθωνε να συντηρείται από αυτή την αθέμιτη δουλειά, ήταν χάρη στους ξένους που μη ξέροντας τίποτα, πλήρωναν για την ηδονή που πρόσφερε το κορμί της.

Μια περίοδο προσβλήθηκε από σύφιλη και η αναιμική οικονομική της κατάσταση κατέρρευσε τελείως. Για περισσότερα από δύο χρόνια υποστηρίχτηκε από την ελεημοσύνη που της πρόσφεραν οι συναδέλφισές της, κι όταν ο Οσέας έμεινε παράλυτος από μια εμβολή, η Χιλμπέρτα τον εξέθετε στα σκαλοπάτια του αιθρίου της εκκλησίας και με την συμπόνια του κόσμου κατάφερνε μέρα με τη μέρα να παίρνει μια πενιχρή ελεημοσύνη.

Μια μέρα η Λεωνόρα, η μαμή, έστειλε να την καλέσουν και την συμβούλεψε να ξεφορτωθεί το παιδί, να το πάει στις καρμελίτες μοναχές, που φρόντιζαν τα παιδιά στο ορφανοτροφείο του Σαν Λιουίς δε λα Κρους. “Εκεί θα είναι κάτω από την προστασία του Θεού -της είπε- και ίσως ο Κύριός μας το συμπονέσει και το πάρει κοντά του για πάντα”.

Ο Οσέας ήταν πέντε χρόνων όταν τον άφησαν στην πόρτα της μονής. Οι μοναχές τον ανέλαβαν και εκτέθηκαν σε ένα μαρτύριο μεγαλύτερο από αυτό που θα τους επέτρεπε να κερδίσουν τη χάρη του Θεού. Ήταν μια ακόμη ευκαιρία να συντρέξουν σε έναν δυστυχή, στον οποίο έπρεπε να προσφέρουν ειδική φροντίδα και αφιέρωναν άπειρες τελετές για να τον δεχτεί ο Θεός μέσα στην ευσπλαχνία του.

Το παιδί μεγάλωσε σ' αυτό το μοναστήρι που είχε χτιστεί τον 16ο αιώνα σε ένα τόπο ρημαγμένο, όπου αφθονούσαν όλων των ειδών οι κάκτοι. Έναν τόπο καμμένο από τις κλιματικές συνθήκες που προκαλούσαν ασφυξία. Ακόμη κι έτσι, νιώθοντας υπερηφάνια για το πνεύμα αυτοθυσίας τους, οι μοναχές και τα παιδιά δούλευαν κάτω από τον καυτό ήλιο στους λαχανόκηπους. Βλέποντάς τους εκεί σε τόσο χέρσα γη, ο καθένας θα φανταζόταν ότι οι σοδειές τους θα ήταν για τ' ανάθεμα, αλλά καθώς ο Θεός βοηθάει όσους υποφέρουν, οι λαχανόκηποι ήταν δροσεροί και απέδιδαν με αφθονία, εν μέρει χάρη στην επιμελημένη δουλειά και άλλο τόσο σαν από θαύμα.

Ο Θεός άκουσε τις προσευχές που έκαναν οι μοναχές και μέσα σε λίγους μήνες ο Οσέας γιατρεύτηκε από την παράλυση. Και παρά το γεγονός ότι το σώμα του ήταν ταλαιπωρημένο, πολύ γρήγορα μπόρεσε να ενσωματωθεί στις δραστηριότητες των άλλων παιδιών. Δεν έφτανε η δυσάρεστη όψη του, επιπλέον ήταν αδύνατο να αποφύγεις την αποπνικτική αίσθηση που έβγαζε η βαριά σκιά του. Κάθε φορά που έμπαινε σε κλειστό χώρο, το φως μειωνόταν και όταν βρισκόταν σε εξωτερικό χώρο, ο ήλιος έδειχνε να κρύβεται. Σίγουρα χάρη σ' αυτόν το κλίμα έγινε πιο ανεκτό, αλλά κάτι στην παρουσία του υπονόμευε τον ενθουσιασμό των υπολοίπων και όλοι όσοι έμεναν στη μονή έχαναν την ενέργειά τους και έπεφτε το ηθικό τους.

Ο Οσέας θεωρούταν μειονεκτικός και τα παιδιά εκμεταλεύονταν κάθε περίσταση που δεν υπήρχε επίβλεψη για να τον κάνουν να νιώσει το στίγμα του. Μιμούνταν τα κουσούρια του σχηματίζοντας ένα κύκλο προσποιούμενοι τους πιθήκους που χόρευαν και σκαρφίζονταν όλων των ειδών τις προσβολές. Μια μέρα ο Οσέας ενώ βρισκόταν σε άμυνα, χτύπησε με μια πέτρα αρκετές φορές ένα παιδί μέχρι που του αφαίρεσε τη ζωή. Οι μοναχές πανικοβλήθηκαν και κατέβαλαν προσπάθειες για να εκληφθεί η πράξη ως ατύχημα. Δεν τόλμησαν να σκεφτούν ότι το παιδί, επτά ετών τώρα, θα μπορούσε να έχει εγκληματικά ένστικτα. Παρά την καλή θρησκευτική διάθεση, υπήρχε στον αέρα μια αγωνία γεμάτη από φόβο και με την πρόφαση ότι ήταν αναγκαίο να του επιβληθεί μια τιμωρία, το φυλάκισαν μέσα σ' ένα υπόγειο για να αποφύγουν τον κίνδυνο. Σκιά μέσα στη σκιά, ο Οσέας έζησε μέρες πυκνού σκότους και επίπονης απομόνωσης. Στο μεταξύ έξω ο ήλιος πύρωνε τα πάντα. Παιδιά και μοναχές ένιωθαν τα ράσα να τους καίνε και οι ριπές του ζεστού αέρα γέμιζαν με κόλαση τα πνευμόνια. Γι αυτό το λόγο, η ηγουμένη έδωσε εντολή να βγάλουν τον Οσέας έξω για να δροσίσει το περιβάλον με την σκιά του.

Μια Παρασκευή τα χαράματα ο Οσέας συνόδεψε τρεις μοναχές να φέρουν νερό από το πηγάδι. Ενώ έκαναν αυτή τη δουλειά, μια μοναχή που έριχνε το σχοινί για να ανεβάσει το γεμάτο κουβά, κινήθηκε γρήγορα και εξαιτίας μιας περίεργης δύναμης έπεσε στον πάτο του πηγαδιού. Παιδιά και μοναχές έτρεξαν για βοήθεια, αλλά στο μεταξύ την βρήκαν πνιγμένη στα σκοτεινά νερά. “Εσύ την έσπρωξες”, κατηγόρησε η ηγουμένη τον Οσέας δείχνοντάς τον, κι εκείνος αρνιόταν με το κεφάλι. “Ναι, κι αν δεν το έκανες με πράξη το έκανες με την σκέψη”.

Όλα τα μάτια έπεσαν επάνω του, πιο πολύ με τρόμο παρά επικριτικά. Τον φυλάκισαν ξανά στο υπόγειο για δυο μέρες και δυο νύχτες. Οι πιστές ανέλαβαν να βγάλουν το άψυχο κορμί της πεθαμένης αδελφής, γιατί αν την άφηναν εκεί, θα μόλυνε τη μοναδική πηγή πόσιμου νερού που είχαν.

Το κατάφεραν μετά από τιτάνιες προσπάθειες και ο Οσέας μέσα από τη φυλακή του, άκουσε τις πένθιμες ψαλμωδίες από τις τελετές της αγρυπνίας και της ταφής.

Ζητώντας πρώτα από το Θεό να της δίνει ηρεμία και γλυκύτητα, η ηγουμένη κατέβηκε να μιλήσει με τον Οσέας, για να του πει ότι θα τον πήγαινε στον επίσκοπο για να αποφασίσει αυτός για το μέλλον του.

Ο Οσέας άρχισε να κλαίει και ρώτησε το λόγο. Η μοναχή, θωρακισμένη με τη μητρική επιείκεια της παρθένου, μπόρεσε και τόλμησε να τον αγκαλιάσει και κρατώντας τον στην αγκαλιά της του ψιθύρισε: 'Γιατί .... παιδί μου, σε περιτριγυρίζει μια κακιά σκιά”. Λυπημένη από την σύγχυση του παιδιού και με σκοπό να του εξηγήσει το φαινόμενο της δυσοίωνης αύρας του, το έβγαλε από το υπόγειο και το οδήγησε σε μια μικρή αυλή, όπου είχαν σπαρμένα ηλιοτρόπια. “Όλα τα λουλούδια ελκύονται από το φως και βλέπουν προς τον ήλιο -του είπε- αλλά παρατήρησε τί συμβαίνει όταν τα πλησιάζεις εσύ”. Αυτά τα τεράστια, κίτρινα και υπερήφανα λουλούδια, που έθρεφαν το χρώμα τους ρουφώντας το φως του ήλιου, ξαφνικά έσκυψαν προς τα κάτω. “Το βλέπεις;” είπε η πιστή επικρίνοντάς τον με έμφαση. Ο Οσέας παρατήρησε το θέαμα και ψυθυρίζοντας και τραυλίζοντας τη ρώτησε: “Αν καταφέρω να κάνω τα λουλούδια να με κοιτάξουν θα με αφήσετε να παραμείνω εδώ;” Η μοναχή χαμογέλασε: “Βεβαίως και σου εύχομαι να σε βοηθήσει ο Θεός”. Έφυγε βιαστική και τον άφησε μόνο για να επιχειρήσει τον άθλο του.

Τόσο κατηφή παρέμεναν τα ηλιοτρόπια, που ο Οσέας κατέφυγε σε μια πονηριά. Έψαξε και βρήκε βέργες και σύρμα και τα έδεσε όλα μαζί, έτσι ώστε να βλέπουν σε ένα συγκεκριμένο σημείο, προς το κέντρο της αυλής. Κάθισε εκεί έχοντας την αγωνία να δει αν τα λουλούδια θα τον συνηθίσουν, με σκοπό να ανορθωθούν και να εξοικειωθούν απέναντι στην σκιά του. Όλη αυτή κατασκευή με τα λουλούδια άρχιζε να βγάζει έναν διαπεραστικό ήχο, τα κοτσάνια γύρισαν ανάποδα και τα λουλούδια τελικά έχασαν όλα τους τα πέταλα.

Ο Οσέας διαπίστωσε ότι ο μύθος για τη δυσοίωνη αύρα του ήταν αληθινός. Με το θάνατο των ηλιοτρόπιων ήταν πια σίγουρος ότι θα τον πήγαιναν στον επίσκοπο κι αυτός θα τον έκλεινε σε κάποιο υπόγειο. Δεν είχε άλλη επιλογή από τη φυγή. Βγήκε κρυφά και δραπέτευσε.

Έφυγε τρέχοντας προς την έρημο, ανάμεσα στους κάκτους, με τον ήλιο να καίει, χωρίς να νιώθει καμιά κούραση. Προχωρούσε προστατευμένος από τη δική του σκιά, σαν να ήταν ένα κινούμενο δέντρο με τεράστια κλαδιά. Κατά τις τρεις το απόγευμα σταμάτησε και από πολύ μακριά διέκρινε το μοναστήρι. Ποτέ άλλοτε δεν είχε δει τόσο κόκκινο ουρανό. Οι κάκτοι φλέγονταν, σα μπάλες από φωτιά που μετακινούνταν από ένα ελαφρύ αεράκι. Έμοιαζε με μια έκταση με πεσμένους κυλιόμενους ήλιους. Πύρινες γλώσσες έγλυφαν το κτήριο όπου ζούσαν τα παρατημένα παιδιά. Γεμάτος λύπη έβλεπε από μακρυά τη φωτιά. Έκοψε μερικά φρούτα πιταχάγια, τα έφαγε και έσβησε τη δίψα του.

Μετά από τέσσερις μέρες περπάτημα έφτασε σε σε μια περιοχή με έδαφος κοκκινωπό και διαβρωμένο, γεμάτη με κάκτους ιδιαίτερα αγκαθωτούς και μικρούς. Ο ήλιος έδειχνε να βρίσκεται πιο κοντά στη γη και για να προστατευτεί κανείς από τις ακτίνες του, έπρεπε να χώνεται στα χαντάκια σαν τα ερπετά. Μόνο ο Οσέας μπορούσε να το αντέξει κάτω από τη δική του σκιά. Από ένα χαντάκι βγήκε ένας άντρας και όταν τον είδε να περιτριγυρίζεται από ένα κύκλο σκιερό και προστατευτικό, στάθηκε όρθιος ως ένδειξη σεβασμού. “Όπου και να πηγαίνεις, έρχομαι μαζί σου”, του είπε o μοναχικός άνθρωπος και μαζί άρχισαν να περπατούν.

Καθώς προχώρησαν, σαν φαντάσματα έβγαιναν άνθρωποι πίσω από τους κάκτους και μέσα από τα χαντάκια και όλοι έμπαιναν να προστατευτούν κάτω από την σκιά του. Αφού περπάτησαν αρκετά, έτσι ώστε να νιώσουν ότι βρίσκονται μακρυά από τον κόσμο, τότε μόνο σταμάτησαν να ξεκουραστούν.

Οι άντρες της ερήμου δεν έβλεπαν πλέον την σκιά του Οσέας σα δυστυχία, αλλά ως ευλογία. Και γεμάτοι από χαρά και ευγνωμοσύνη τον έκαναν αρχηγό του χωριού. Σήμερα, αυτόν τον άνθρωπο που πριν ζούσε απομονωμένος, τον αποκαλούν “ο κύριος 'Ισκιος μας” και του κάνουν την τιμή να μπορεί δίνει παρηγοριά σ' αυτά τα έμβια όντα, που κατοικούν στην ιριδίζουσα γη αυτής της αφιλόξενης ερήμου.