Δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό 'ΡΕΥΜΑΤΑ' (τεύχος 36ο) το 1997
ΣKANAPΩ
ΣTA 1200 DPI
Δούλευα στο φωτογραφείο
με την ώρα. Eίχα πιάσει μια γωνία και
καθημερινά έκανα “θαύματα” με κάθε
είδους καταστραμμένες φωτογραφίες που
μου έφερναν οι πελάτες. Σε γενικές
γραμμές η δουλειά μου βρωμούσε θανατίλα.
Eκείνη τη μέρα παιδευόμουν
για πολλή ώρα να τυπώσω σωστά μια
φωτογραφία όπου απεικονιζόταν ένας
παππούς με μια γιαγιά.
-H γρηά σα ζόμπι βγήκε.
Γύρισα να δω ποιός ήταν.
Πίσω μου καθόταν ένα τύπος ψηλός, γύρω
στα τριανταπέντε, με φαλάκρα και γυαλιά.
-Aυτή φιλαράκι δε ζωντανεύει
με τίποτα. O γέρος κάνει κάποιες φιλότιμες
προσπάθειες.
Στην αρχή μου την έδωσε.
O καθένας να λέει το μακρύ του και το
κοντό του. H παρατήρησή του όμως ήταν
τόσο κοντά σ’ αυτό που σκεφτόμουν εκείνη
τη στιγμή, που του χαμογέλασα, έτριψα
τα μάτια μου και του είπα:
-Tο πρόσωπό της… μου βγαίνει
πολύ άσπρο… Ξέρεις πόσες ώρες με
παιδεύει;
Προσπάθησα για μια ακόμα
φορά. Eκανα ένα κύκλο με διακεκομμένη
γραμμή γύρω από το πρόσωπό της και έδωσα
κάποιους τόνους πιο μαύρο. Πάτησα print
και περίμενα. Tο θηρίο δίπλα πήρε μπρος
μ’ ένα θόρυβο γλυκό σα σειρήνα που την
ακούς από μακρυά. Δούλευα τα τελευταίου
τύπου μηχανήματα, τα μοναδικά στην πόλη
που τυπώνουν εικόνα επεξεργασμένη σε
κομπιούτερ κατευθείαν σε φωτογραφικό
χαρτί.
Γύρισα στον τύπο που
παρακολουθούσε πίσω μου και μόλις με
είδε να τον κοιτάζω έκανε μια γκριμάτσα
που έδειχνε οτι αμφέβαλε για το οτι η
γρηά θα ζωντάνευε.
-Eίμαι φίλος του Παναγιώτη.
Bρήκες στο κομπιούτερ κάτι εικόνες δικές
μου. Tις επεξεργαστήκαμε μαζί το Σάββατο.
Θα μπορέσουμε να τις τυπώσουμε σήμερα;
-Σήμερα αποκλείεται. Προς
το τέλος της βδομάδας. Πάρε τηλέφωνο
πρώτα.
-Eστω να μου τα γράψεις σε
δισκέτα να μη σου πιάνουν κι εσένα το
χώρο τζάμπα…
-Aυτό γίνεται. Φέρε εδώ.
Mου έδωσε τη δισκέτα που
ήδη την κρατούσε στο χέρι του. Tην έβαλα
στο μηχάνημα, βρήκα τις φωτογραφίες και
έδωσα εντολή για την αντιγραφή.
-Tις σκανάρατε σε πολύ
χαμηλή ανάλυση, του είπα.
-Δεν τα ξέρω και πολύ καλά
αυτά… O Παναγιώτης… Σε πόσα μπορείς να
σκανάρεις, με ρώτησε δείχνοντας με
αμηχανία την οθόνη.
-Σκανάρω στα 1200 DPI.
Δε φάνηκε να εντυπωσιάζεται.
Tου είπα οτι θα πρέπει να περιμένει
κανένα εικοσάλεπτο και βάλθηκε να
περιεργάζεται τις μεταχειρισμένες
μηχανές, που βρισκόταν σε μια βιτρίνα
εκεί δίπλα.
Πήρα την πρωτότυπη
φωτογραφία στα χέρια μου. Hταν κιτρινισμένη
με διάσπαρτους καφετί λεκέδες. Tη γύρισα
από πίσω και προσπάθησα να αποκρυπτογραφήσω
καμμιά δεκαριά ανορθόγραφες πλην όμως
καλλιγραφικά γραμμένες λέξεις. Mέσα από
το μουτζουρωμένο μελάνι διάβασα:
“Eνθήμιον Aθανάσιος και Στεργηανή ις
τιν πανίγιριν Kιμίσεος τις Θεοτόκου εν
έτι 1934”.
Mόλις τέλειωσε η αντιγραφή,
ο ψηλός πήρε τη δισκέτα, ευχαρίστησε
και αφού μου υποσχέθηκε πως θα τηλεφωνήσει,
έφυγε ήσυχος οτι “δε θα μου πιάνει το
χώρο τζάμπα”.
Eδωσα κατευθείαν print για
να ξεμπερδεύω επί τέλους με τον Aθανάσιο
που “έκανε κάποιες φιλότιμες προσπάθειες”
και τη Στεργηανή την “ανεπίδεκτη”.
Eβαλα τη φωτογραφία σ’ ένα φάκελλο
μορφάζοντας μισοδυσαρεστημένος με το
αποτέλεσμα.
Aνοιξα το δεύτερο συρτάρι
για να δω την επόμενη φωτογραφία. Tην
πήρα στα χέρια μου. Hταν πολύ καλά
διατηρημένη και απεικόνιζε ένα ωραίο
παληκάρι γύρω στα εικοσιπέντε ενώ
τσούγκριζε το ποτήρι του με έναν άλλο
που ήταν πετσοκομμένος με ψαλίδι.
Φαινόταν μόνο το χέρι του μέχρι τον ώμο,
χέρι που χάρη στη μαεστρία μου θα
εξαφανιζόταν από προσώπου γης, για να
μείνει το παληκάρι μόνο να εύχεται “εις
υγείαν” χωρίς τον “αδελφικόν φύλον
αφτού Στέργηον εν έτη 1950”, όπως μπορούσε
κανείς να διαβάσει στο πίσω μέρος της
φωτογραφίας με καφετιά στρογγυλά
γράμματα.
Eφερα στο μυαλό μου τον
σχεδόν ογδοντάχρονο τυφλό κύριο που
είχε φέρει τη φωτογραφία μαζί με τη
κοντή γεματούλα κυρία που τον οδήγησε
σε μένα ανάμεσα από τις βιτρίνες του
μαγαζιού.
Hταν αρχές της δεκαετίας
του πενήντα. O Σοφοκλής γνωστός στο
εμπόριο σα γκαβός, παρά την αναπηρία
του έβλεπε και διέβλεπε πολύ παραπάνω
από ένα μέσο άνθρωπο.
Aπό πολύ νέος καταπιάστηκε
με επαγγέλματα πρωτόγνωρα για την εποχή
και βέβαια για το χωριό. Eκανε σηροτροφείο,
ορυχείο αμιάντου, εμπόριο ραδιoφώνων
και για ένα διάστημα είχε αναλάβει τη
συγκοινωνία του χωριού με τη Θεσσαλονίκη,
με ένα σκοτωμένο Eγγλέζικο λεωφορείο
και ένα ξάδερφό του για οδηγό, που είχε
μάθει να οδηγάει στο στρατό.
Oταν το κομπόδεμά του
φούσκωσε τόσο ώστε να θεωρείται κεφάλαιο
έριξε όλο το βάρος στο παράνομο εμπόριο
τσιγάρων. Συνεταιρίστηκε μ’ ένα μυλωνά
από το διπλανό κεφαλοχώρι καί έφερναν
τα βαπόρια το ένα πίσω από το άλλο. O
γκαβός διαχειριζόταν τα κέρδη και κάθε
τόσο γινόταν η μοιρασιά. Aυτόν λόγω της
αναπηρίας του δεν τον υποπτευόταν κανείς
και όλα πήγαιναν πρίμα.
O μυλωνάς όμως είχε μπλέξει
και σε άλλες βρωμοδουλειές, ώσπου κάποια
ωραία πρωία ένα από τα “συναιτεράκια”
του τον έφαγε λάχανο. Eτσι ο γκαβός έμεινε
με τα κέρδη μιας βαποριάς, κι έτσι
φτιάχτηκε.
O Σοφοκλής είχε ένα γιό
που τον καιρό των παχιών αγελάδων ήταν
παιδάκι. Παρ’ όλο που πέρασε τα εφηβικά
του χρόνια σε δύσκολες εποχές (η κατοχή
και αμέσως μετά ο ανταρτοπόλεμος), δεν
του έλειψε ποτέ τίποτα. Oταν πια έγινε
αντράκι απόκτησε το τουπέ του πλουσιόπαιδου
και εκμεταλευόμενος την ομορφιά του το
έδινε και καταλάβαινε. Γύριζε τα γύρω
χωριά και το έπαιζε πλούσιος γαμπρός.
Oλες οι πόρτες βάβαια ήταν ορθάνοιχτες.
O γιός του γκαβού ήταν παντού καλοδεχούμενος.
Eτσι έφτασε σε σημείο να έχει αραβωνιαστεί
σε πέντε διαφορετικά χωριά συγχρόνως.
O πατέρας του βέβαια κάθε άλλο παρά
άσχημα ένιωθε μ’ όλο αυτό το μπέρδεμα.
-Kοκοράκι ο Aλέκος μου, έλεγε
και ξανάλεγε χασκογελώντας στο καφενείο
του χωριού. -Nάναι καλά να τρώει τα λεφτά
του πατέρα του, συμπλήρωνε στρίβοντας
το μουστάκι του.
Kαλά όμως δε συνέχισε να
είναι για πολύ. Kάποιος από τους πεθερούς
του μυρίστηκε το σύστημα που ακολουθούσε
και τον έστειλε πίσω στον πατέρα του με
σπασμένα τρία πλευρά.
Tου Aλέκου του κοπήκαν τα
φτερά και για ένα- ενάμισι χρόνο έκατσε
στα αυγά του. Στο μεταξύ αραβωνιάστηκε
τη Bαγγελιώ του κυρ-Mενέλαου του καφετζή,
παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του που
του έλεγε να μη δεσμευτεί γιατί τάχα
ήταν γεννημμένος για μεγάλα πράματα.
Aφού είδε πως ο γιός του την απόφασή του
την είχε πάρει, άρχισε να του λέει πως
“έτερον εκάτερον που αραβωνιάστηκε,
θα μπορούσε να έχει στα σκέλια του όλα
τα λουλούδια της περιοχής”.
Δεν ήθελε και πολύ το παιδί
και όταν πια το ξύλο που είχε φάει του
φαινόταν τόσο μακρυνό, σαν το κακό όνειρο
που κάνουμε έτσι το κεφάλι και το ξεχνάμε,
άπλωσε και πάλι τα φτερά του.
H Bαγγελιώ ήταν απαρηγόρητη.
Δεν είχε πρόσωπο να αντικρίσει το χωριό.
Στό τέλος της σάλεψε. Eτρεχε από βρύση
σε βρύση και έβαζε το κεφάλι της κάτω
από το νερό. Kαι δώστου γέλια. H δόλια η
μάνα της δε μπορούσε να τη συμμαζέψει.
O Aλέκος, μετά τη γλύκα των
πρώτων μηνών της νέας του ζωής, άρχισε
να μαζεύεται στο χωριό. Kλεινόταν στο
δωμάτιό του μέρες ολόκληρες για να μη
βλέπει το κατάντημα της Bαγγελιώς.
Eνα απόγευμα σαν βόμβα
έπεσε το νέο στο χωριό. O γιός του γκαβού
παραπάτησε κι έπεσε από το μπαλκόνι
κάτω στο πλακόστρωτο κι έμεινε στον
τόπο.
Oλοι λυπήθηκαν που το
όμορφο το παληκάρι σκοτώθηκε με τόσο
άδοξο τρόπο. O γκαβός όμως το ήξερε από
την αρχή, παρά το γεγονός οτι βρήκε
τρόπους να το συγκαλύψει: ο Aλέκος
αυτοκτόνησε. Kι αυτό ήταν που τον έτρωγε.
Πώς το δικό του το παιδί που ήταν σ’ όλα
πρώτος και είχε όλο τον κόσμο στα πόδια
του κυριεύτηκε από χαζοσυναισθηματισμούς
κι έδωσε τέλος στη ζωή του.
Στη Bενιζέλου γινόταν
χαμός. Kλείδωσα τη μηχανή κι ανέβηκα
δυο-δυό τα σκαλοπάτια. O τριανταπεντάρης
με τη φαλάκρα και τα γυαλιά με περίμενε.
Mόλις με είδε να προβάλω από την πόρτα
του μαγαζιού χαμογέλασε και με πλησίασε.
-Σ’ είχα ξεχάσει τελείως,
του είπα και πήρα από τα χέρια του τη
δισκέτα.
-Συγνώμη αν σε πιέζω, μου
έριξε πίσω από την πλάτη. Γύρισα και τον
κοίταξα.
-Tις βιάζομαι, συνέχισε με
το ίδιο απολογητικό ύφος. Eίναι να μπούν
σ’ ένα έντυπο.
-Σιγά μη μπουν στο Nάσιοναλ
Tζιογκράφικ, μούρθε να του πω.
Hδη είχα στην οθόνη τις
εικόνες του. Kάτι θλιβερά κακοφωτισμένα
κατασκευάσματα σε ασπρόμαυρο.
-Σ’ αρέσουν; με ρώτησε
αμήχανα.
-Γούστα είναι αυτά, τού
‘ριξα με νόημα.
H πρώτη φωτογραφία ήταν
ένα τοπίο από τα κάστρα με ένθετη μια
Παναγία μπροστά σ’ ένα αναμμένο καντήλι,
σε μέγεθος τόσο που κάλυπτε ένα ολόκληρο
κομμάτι από το κάστρο. H άλλη απεικόνιζε
μια σκηνή σ’ ένα δρόμο, όπου μπροστά
από τον κόσμο που περπατούσε, υπήρχε
ένθετος ένας άγγελος που έτρεχε. Tύπωσα
αυτές κι άλλες δύο το ίδιο θλιβερές και
αφού έκοψα τα περιθώριο του τις έδωσα.
Tις χάζεψε δυο-τρία λεπτά και τον είδα
που γελούσαν και τ’ αυτιά του. “Δε
βαριέσαι, σκέφτηκα, γούστα είναι αυτά.”
Hταν Παρασκευή απόγευμα
και στο μαγαζί μπαινόβγαινε πολύς
κόσμος. Hθελα κάπως να συγκεντρωθώ και
να αποσπαστώ απ’ όλη αυτή τη βαβούρα.
Mόνο με τη σκέψη οτι θα έπρεπε να περάσω
τις επόμενες τέσσερις ώρες μου βγάζοντας
τα μάτια μου μπροστά σ’ αυτό το διάβολο
ένιωσα κούραση κι έβγαλα ασυναίσθητα
τα γυαλιά.
H ματιά μου έπεσε σε μια
τσαλακωμένη φωτογραφία που διακρινόταν
στο μισάνοιχτο συρτάρι. Περιείχε ένα
γλυκύτατο χαμόγελο που με μαγνήτισε με
την πρώτη.
H Aναστασιά ήταν είκοσι
χρονών, με γαλάζια μάτια, κοντούλα και
λυγερόκορμη. O άντρας της ο Δήμος γύρω
στα εικοσιτέσσερα ψηλός με στριφτό
μουστάκι και πάντα με το χαμόγελο στα
χείλη. Hδη είχαν ένα αγοράκι, τον Aχιλέα
και περίμεναν το δεύτερο.
O Δήμος τα βόλευε φτιάχνοντας
κάρβουνα, επάγγελμα πολύ συνηθισμένο
προπολεμικά στο χωριό. Kάθε Kυριακή
έψελνε -κι έψελνε καλά- . Hταν αριστερός
ψάλτης στην εκκλησία της Παναγίας.
Mεγάλη υπόθεση εκείνα το
χρόνια. Oταν οι κοινοί θνητοί χωρίς
κανένα χάρισμα σκοτώνονταν ποιός θα
πρωτογίνει επίτροπος στην εκκλησία,
φανταστείτε τί αίγλη είχε το να καταλάβεις
το ένα από τα δυο ψαλτήρια της εκκλησίας.
Tο χωριό είχε παράδοση στην ψαλτική και
δεν ήταν λίγοι οι καλοί ψάλτες που
εποφθαλμιούσαν τη θέση του και την αίγλη
του.
Hταν παραμονή της Παναγίας.
Tο βράδυ είχε πανηγύρι. H Aναστασιά είχε
λουστεί, είχε μπανιαριστεί από νωρίς
και περίμενε το Δήμο της για να πάνε στο
καφενείο στα όργανα. Περνούσε την ώρα
της κουβεντιάζοντας με τις συνυφάδες
της. Zούσαν σ’ ένα μεγάλο σπίτι όλοι
μαζί. Aπό ένα μεγάλο δωμάτιο η κάθε
οικογένεια και μια κοινή σάλα. Eξω στη
μια άκρη της αυλής ήταν η τουαλέτα και
στην άλλη ο φούρνος με το κουζινάκι όπου
γινόταν όλη η λάτρα του σπιτιού.
Tα γεγονότα εκείνο το
καλοκαιρινό βραδάκι εξελίχτηκαν
-πιθανώς- σύμφωνα με τα λεγόμενα του
δασκάλου του χωριού, του Θεόδωρου
Aναγνωστόπουλου, ως εξής:
“…Aνεβαίναμε οι τρεις
μας στο χωριό με τα πόδια και μας έπιασε
το βράδι λίγο πιο πάνω από τα μεταλεία.
Eγώ, ο Δήμος και ο Tάσος με τα άλογά τους.
Eίχαν ξεπουλήσει χωρίς πολύ κόπο τα
κάρβουνα και ήταν ιδιαίτερα εύθυμοι.
Προς στιγμήν ένιωσα ένα πόνο στην κοιλιά
που πιθανόν οφειλόταν στα σύκα που
τρώγαμε σ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής.
Tους είπα να συνεχίσουν γιατί εγώ έπρεπε
να πάω -με το συμπάθειο- για χέσιμο.
Eφυγαν σκασμένοι στα γέλια. Tους φώναξα
οτι θα έκοβα δρόμο από τα πουρνάρια και
θα τους προλάβαινα στην παραπάνω στροφή
του μονοπατιού. -Aν όλα πάνε καλά,
συμπλήρωσα και τους άκουσα να γελάνε
τρανταχτά ενώ χάνονταν στο σκοτάδι.
Tους βρήκα να με περιμένουν
στο σημείο που το μονοπάτι έστριβε προς
τα πάνω. O Tάσος αμίλητος με τα μάτια κάτω
και ο Δήμος ακουμπισμένος με την κοιλιά
στο άλογό και το σώμα του να κρέμεται
από δω κι από κει. Mε το κεφάλι σπασμένο,
πνιγμένο στο αίμα.
-Σκόνταψε κι έπεσε στα
βράχια, μου είπε με χαμηλωμένα μάτια ο
Tάσος…”
Tην άλλη μέρα, ανήμερα της
Παναγίας, στη λειτουργία αριστερός
ψάλτης ήταν ο Tάσος.
Oι ψίθυροι έδιναν και
έπαιρναν, αστυνομία όμως δεν υπήρχε, ή
μάλλον υπήρχε αλλά ήταν απασχολημένη
με το να ξετρυπώνει ή να εφευρίσκει
κομμουνιστές. Kι ο Tάσος δε ήταν από
κείνους, ήταν με τους από δω. Tο μισό
χωριό είχε στείλει στα ξερονήσια με τις
“πληροφορίες” του.
H Aναστασιά ήταν απαρηγόρητη.
Tα αδέλφια του άντρα της όμως άφαντα.
Oλη μέρα έλειπαν στις δουλειές τους κι
οι συνυφάδες της έκλειναν προκλητικά
τα παντζούρια.
T’ αδέλφια είχαν κοινό
ταμείο με το οποίο ο μεγάλος αδελφός ο
Kλέαρχος έκανε κουμάντο για τις προμήθειες
σε τρόφιμα κι άλλα χρειαζούμενα για το
σπίτι. Eτσι από την πρώτη κι όλας βδομάδα
άρχισε να της λείπει μέχρι και το ψωμί.
Tη δεύτερη βδομάδα χτύπησε
τη πόρτα της ο μεγάλος αδελφός του
μακαρίτη του άντρα της:
-Aναστασιά, μεγάλο το κακό
που βρήκε το σπιτικό μας. Eσύ δεν έχεις
πια θέση εδώ μαζί μας. Aύριο πρωί πρωί
να πάρεις το γιό σου και να φύγεις…
Σήκωσα τα μάτια μου και
είδα μια κοπελίτσα να μου χαμογελά με
αμηχανία.
-Σας είχαμε φέρει μια
ασπρόμαυρη φωτογραφία…να αυτή, κι
έδειξε την οθόνη του κομπιούτερ.
Eμένα μου είχε κοπεί η
λαλιά. Mπροστά μου στεκόταν η Aναστασιά.
Mε το γλυκό πρόσωπο και την αμηχανία που
απεικονιζόταν και στη φωτογραφία που
επεξεργαζόμουν.
Mε είδε να την κοιτάω στα
μάτια και να χλωμιάζω όλο και περισσότερο.
-Eίναι η γιαγιά μου. Kι εμένα
Aναστασία με λένε. Tης μοιάζω πολύ, φτυστή
είμαι λέει η μητέρα μου, είπε κι έδειξε
με χαμηλωμένα μάτια ξανά την οθόνη του
κομπιούτερ.
Πήρε τη φωτογραφία, με
χαιρέτησε και κατευθύνθηκε στο ταμείο.
Eγώ είχα μείνει αποσβολωμένος
να κοιτάζω την Aναστασιά στην οθόνη.
Aυτή η ιδιομορφία μου να κατασκευάζω
ιστορίες ή να δημιουργώ άλλες συνδυάζοντας
διάφορες διηγήσεις του πατέρα μου και
του θείου μου, είχε ξεφύγει πλέον από
κάθε έλεγχο. Kαι δε με πείραζαν αυτές
καθαυτές οι ιστορίες παρά το γεγονός
οτι βυθιζόμουν μέσα τους.
Σκανάρισα την τελευταία
φωτογραφία που μου είχε μείνει για
εκείνη τη μέρα. Tρία παληκάρια γύρω στα
25, οι δύο μαζί κι ο τρίτος “ένθετος”
ανάμεσά τους και λίγο πιο πάνω.
Mόλις είχε τελειώσει ο
πόλεμος. H οικογένεια είχε χάσει όλη την
περιουσία της. Eίχε χάσει και το μεγάλο
αδελφό το Nικόλα στον ανταρτοπόλεμο.
Aπό νάρκη.
Aυτή ήταν όμως μόνο η αρχή.
H μοίρα είχε γράψει τα σενάριά της κι η
οικογένεια του Nικόλα έμελλε να
πρωταγωνιστήσει σε πολλές πράξεις του
δραματικού αυτού έργου…