Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2024

2024 - Adela Fernández: "Αυτό το καταραμένο ζώο"

Δεν υπήρχε τρόπος για να απαλλαγεί ο Χερμάν από αυτή την εμμονή να φέρνει ζώα στο σπίτι του. Στο παιδικό του δωμάτιο πάντα είχε μπουκαλάκια όπου φιλοξενούσε όλων των ειδών τα παράσιτα, που του κρατούσαν μόνο όσο χρόνο η Ρεβέκκα, η μητέρα του, έκανε για να τα ανακαλύψει. Η γυναίκα χρησιμοποιούσε τρομοκρατημένη το κηροπήγιο για να τα σκοτώσει και, όταν είχε να κάνει με γάτες, που έστελνε να τις πετάξουν μακριά από τη γειτονιά, αφού πάντα επέστρεφαν στο σπίτι, στο τέλος παρακαλούσε την υπηρέτρια να τις βάλει σε έναν σάκο και να τις πνίξει στη στέρνα.

Όσο πιο πολύ μεγάλωνε ο Χερμάν τόσο μεγαλύτερος ήταν ο αριθμός των ζώων που φιλοξενούσε εκεί. Το σπίτι αυτό είχε πάψει να είναι κατοικία και είχε μετατραπεί σε ζωολογικό κήπο, χωρίς προγραμματισμό ούτε καμία τάξη. Είδη αρκετά γνωστά ή σπάνια συμβίωναν επιβάλλοντας το καθένα την ατομική του κυριαρχία, χαλαρώνοντας το χαλινάρι στα ένστικτά τους. Κάποιες φορές αδελφοποιούνταν με ένα τρόπο που προκαλούσε έκπληξη: Η Πάντσα, μια σκύλα, θήλαζε εφτά γατάκια· η Γερτρούδη το ποντίκι κοιμόταν στη φωλιά του Ούρσουλο, ενός γερακιού· ο Μπενίτο το οπόσουμ υιοθέτησε τρυφερά τη Σέλια, τη φραγκόκοτα, που ήταν πολύ παραγωγική· ο Εδουάρδο ο Δεύτερος, το πούμα, διατηρούσε σχέσεις σχεδόν θυγατρικές με τον Παγκανίνι, τον ασβό. Ήταν αδιαμφισβήτητο ότι πολλά από τα ζώα ήταν μεταξύ τους πιο ευγενικά απ’ ό,τι οι άνθρωποι, αλλά τα περισσότερα καταβρόχθιζαν το ένα το άλλο και η φασαρία που έκαναν στη διάρκεια των άγριων τσακωμών τους ήταν ανυπόφορη. Το χειρότερο ήταν ότι ο Χερμάν είχε τη συνήθεια να θάβει τα ζώα του στον κήπο και στην πραγματικότητα η Ρεβέκκα ήταν αναγκασμένη να ζει σε ένα νεκροταφείο, υπομένοντας τη δυσοσμία κάθε φορά που η ύαινα τις νύχτες ξέθαβε τα πτώματα.

Ήταν θέλημα του ελάχιστα φιλεύσπλαχνου Θεού που η Ρεβέκκα έμεινε χήρα και τώρα, στα εξήντα της, κατηγορεί τον Χερμάν που κανένας άντρας δεν τόλμησε να την προσεγγίσει στη ζωή της, λόγω όλων αυτών των ζώων που κατέκλυζαν το σπίτι. Ήταν λογικό να μη θέλει κανένας να τη φλερτάρει, καθώς βρωμούσε ολόκληρη κουτσουλιές πουλερικών, γουρουνίσια σκατά και ούρα ασβού.

Η περίλυπη Ρεβέκκα πραγματοποίησε ένα μακρύ ταξίδι για να πάει να δει την Παρθένο της Τσιτσικουίχα. Πέρασε είκοσι δύο ώρες σε ένα δευτεροκλασάτο φορτηγό και εννιά ώρες καβάλα σε ένα σε μουλάρι, μέχρι να φτάσει στο έλος, απ’ όπου έπρεπε να κάνει πεζή τον γύρο των βάλτων με τον Ιησού στο στόμα, κάθε φορά που κολλούσε στους νερόλακκους· με ρευματικούς πόνους από την πολλή υγρασία, κάθισε λίγες ώρες να ξαποστάσει στην άκρη του γκρεμού, και από κει σκαρφάλωσε στις πλαγιές με τις κοφτερές πέτρες μέχρι τη βουνοκορφή, όπου βρισκόταν το παρεκκλήσι. Έφτασε με τα πόδια πληγωμένα και τα πνευμόνια έτοιμα να εκραγούν, όμως έφτασε. Με τη ματαιοδοξία της ηρωίδας που είχε καταφέρει να φέρει εις πέρας μια τέτοια διαδρομή, παρακάλεσε την Παρθένο να κάνει το θαύμα της και να εμποδίσει τον Χερμάν να φέρει κι άλλα ζώα στο σπίτι τους. Παραπονούμενη η Ρεβέκκα διηγήθηκε της καλής Παρθένου όλες τις κακοτυχίες που της προκαλούσαν τα κατοικίδια του γιου της: η αποχέτευση είχε βουλώσει με τόσα βατράχια και σαλαμάνδρες που η ίδια είχε πετάξει στη λεκάνη της τουαλέτας· το νερό βγήκε μολυσμένο από τις πνιγμένες γάτες στη στέρνα και της προκάλεσε τύφο, από τον οποίο σώθηκε με τη βοήθεια της χάρης του Θεού· ξυπνούσε το πρωί με πυρετό, γεμάτη φουσκάλες με πύον, που είχαν προκληθεί από τα δαγκώματα που της είχαν κάνει οι ταραντούλες, οι αποκαλούμενες ‘πολύτιμες’, που τις είχε φέρει ο γιος της από την έρημο του Σαν Λουίς· ο Νεσαγουαλκόγιοτλ1, ένα από τα άτριχα σκυλιά, τη δάγκωσε και την υποχρέωσαν να κάνει σαράντα ενέσεις στον αφαλό· το γλυκό που έπρεπε να πάει στη βαφτισιμιά της βγήκε από το φούρνο διακοσμημένο με τη Χοσεφίνα, ένα οπόσουμ· ο Τομασίτο, η νυχτερίδα, είχε τη συνήθεια να κρέμεται από το κεφαλάρι του μπρούτζινου κρεβατιού της και της έριχνε κόπρανα πάνω στα σεντόνια· η τσικιμουλτέκα2 μαϊμού, κάποια Βονιφάσια, που ήταν ερωτευμένη με τον γιο της, δέσμια της ζήλιας της, προσπάθησε να την πνίξει τυλίγοντας την ουρά της στον λαιμό· σκόνταφτε διαρκώς στη Ρουπέρτα, τον βόα· τα κοραλιοειδή φίδια τα έκοψε σε φέτες και με έκπληξή της είδε ότι δεν πέθαιναν και παντού σπαρταρούσαν τα κομμάτια. Και σαν να μην έφταναν αυτά, η Σαρίτα, η ύαινα, την κορόιδευε όλη την ώρα.

Τα βάσανά της ήταν τέτοια που χρειαζόταν τη βοήθεια του Θεού, γιατί όσο και να σκότωνε ζώα αυτά πολλαπλασιάζονταν με αφθονία και επιπλέον κατέφθαναν άλλα καινούργια, για να γεμίσουν μέχρι κορεσμού τον σπιτικό ζωολογικό κήπο. Οι τύψεις δεν την άφηναν σε ησυχία και προσδοκούσε συγχώρεση που είχε σκοτώσει τόσα πλασματάκια του Θεού. Πάνω απ’ όλα, αυτό που ζητούσε η Ρεβέκκα ήταν φώτιση για τοn γιο της, να γιατρευτεί από αυτή του την εμμονή. Ο Χερμανσίτο ήταν πλέον σαράντα χρονών και αφοσιωμένος στη φροντίδα όλου αυτού του συρφετού από ζώα, ούτε από τύχη δεν θα του προέκυπτε να παντρευτεί. Το παιδί δεν φαινόταν να χρειάζεται την ανθρώπινη ζεστασιά και με την απάθειά του είχε μετατραπεί σε ένα δύσοσμο παχύδερμο και επιπλέον ήταν τρομακτική αυτή η κτηνωδία στους τρόπους του. Η μητέρα ζήτησε με όλη της την ψυχή από την Παρθένο να δώσει στο παιδί της φώτιση για να μπορέσει να ενδιαφερθεί για πράγματα πιο χρήσιμα, να του ανοίξει τον δρόμο της αγάπης και να τον οδηγήσει στο να γίνει ένας ωφέλιμος άνθρωπος. Η Ρεβέκκα έδειχνε εμπιστοσύνη στην Παρθένο της Τσιτσικουίχα, την πιο θαυματουργή από όλες που ήταν αφιερωμένες στη Μαρία. Υποσχέθηκε, αν εισάκουε τις παρακλήσεις της, να της υφάνει ένα πανωφόρι με ασημένια κλωστή, κεντημένο με μαύρες και γκρενά χάντρες.

Όταν η Ρεβέκκα έφτασε στο σπίτι της, ο Χερμάν είχε μια νέα μασκότ που έφερε από την έρημο του Σαν Λουίς και της έδωσε το όνομα Ιλάρια. Όταν τη συνάντησε η Ρεβέκκα έβγαλε μια τρομακτική κραυγή. Ποτέ δεν είχε δει ένα τόσο άσχημο ζώο. Είχε ένα τρίχωμα γκριζωπό και μακρύ, κάτι σχιστά ματάκια, που προμήνυαν με σιγουριά πισώπλατα μαχαιρώματα. Όταν περπατούσε έτριζαν τα κόκαλά της, κύρτωνε η ραχοκοκαλιά της και έβγαζε μια μυρουδιά που παρέπεμπε σε ψημένο φιστίκι συνδυασμένο με ξύδι. Ο λαιμός της ήταν μακρύς και τον τέντωνε και τον μάζευε όπως κάνουν οι χελώνες, και είχε την αναπνοή ταύρου σε οίστρο. Της ήταν δύσκολο να καταλάβει σε ποια ράτσα ή σε ποιο είδος ανήκε αυτό το ζώο, αλλά το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι ήταν θηλυκιά, κάτι που προμήνυε μια αναπαραγωγική απειλή.

Το κτήνος Ιλάρια παρέμεινε στην κουζίνα για να το προσέχει η Ρεβέκκα, την ώρα που ο Χερμάν βγήκε για να αγοράσει κάποια ειδική τροφή. Έπεσε εκεί στο πάτωμα, καταφανώς πράο· μια ελαφρά έκκριση τού έτρεχε από τα ρουθούνια και τα υγρά του ματάκια άρχισαν να γίνονται τόσο εκφραστικά, σαν να προσπαθούσε να πει κάτι σημαντικό. Της Ρεβέκκας της προξένησε οίκτο και του πέταξε μια μπανάνα, αλλά μόλις είδε πώς την καταβρόχθισε με την ισχνή μουσούδα του και πρόσεξε την κιτρινάδα που είχαν οι κυνόδοντές του, της φάνηκε πάλι αποκρουστικό. Δεν είχε τη διάθεση να συμβιώσει μ’ αυτό το καταραμένο ζώο και αποφάσισε να το σκοτώσει. Στην αρχή το άλειψε παντού με λεμόνι και χοντρό αλάτι για να δει αν θα το ξεφορτωνόταν σαν τις σαλαμάνδρες· αυτό το τρίψιμο δεν έφτασε ούτε καν για να καθαρίσει τη βρώμα, γι’ αυτό το άρχισε στα χτυπήματα και καθώς ξέφυγε στριγκλίζοντας έπρεπε να ρίξει πάνω του ένα δίχτυ. Παγιδευμένο, με τα μάτια ψημένα από το λεμόνι και το αλάτι και χωρίς αντιστάσεις, το έλουσε με βενζίνη. Αστραπιαία η Ρεβέκκα του έβαλε φωτιά, περήφανη γι’ αυτή την τακτική που ήταν αλάνθαστη. Παρατήρησε εξεταστικά το φλεγόμενο ζώο και ανακάλυψε ότι, παρά την ομοιότητά του με τη μαϊμού-αράχνη, αυτό το αποκρουστικό θηλαστικό ήταν ένα δείγμα του ανθρώπινου είδους. Ταραγμένη λόγω της φοβίας της για τα ζώα, που μέχρι και στα όνειρά της εμφανίζονταν υβριδικά και τερατώδη, δεν μπόρεσε να διακρίνει μια όμοιά της. Είχε σκοτώσει μια γυναίκα, μια κοπέλα, που ήταν η πρώτη αγάπη του λατρεμένου της γιου.



***



Η Adela Fernández (Πόλη του Μεξικού, 1942-2013) ήταν διηγηματογράφος, θεατρική συγγραφέας, δοκιμιογράφος, σεναριογράφος και σκηνοθέτιδα, κόρη του κινηματογραφικού σκηνοθέτη Emilio el «Indio» Fernández (1904-1986). Εκτός από το λογοτεχνικό της έργο, άφησε επίσης έργα γαστρονομίας, δοκίμια για τα ναρκωτικά και τους προκολομβιανούς πολιτισμούς, ενώ έγραψε και σκηνοθέτησε ταινίες μικρού μήκους. Τόσο στα λογοτεχνικά της κείμενα όσο και στις ταινίες της αντανακλάται η γοητεία που της ασκούσαν τα μυθικά, μαγικά και τελετουργικά φαινόμενα, καθώς ταξίδεψε σε πολλές κοινότητες ιθαγενών, εργαζόμενη για το Instituto Nacional Indigenista. Ερεύνησε επίσης τις συνταγές και τις παραδοσιακές τελετουργίες πολλών μεξικανικών πολιτειών στο βιβλίο της La tradicional cocina mexicana (1985), ενώ στο βιβλίο της Sabrosuras de la muerte (2012), ασχολήθηκε με τις προκολομβιανές δοξασίες περί του ταξιδιού των νεκρών. Εξέδωσε δύο συλλογές διηγημάτων, Duermevelas (1986) και Vago espinazo de la noche (1996), συγκεντρωμένες τώρα στον τόμο Cuentos reunidos (2022), οι οποίες εντάσσονται στη λογοτεχνία του φανταστικού, του τρόμου και του υπερφυσικού, καθώς και στον υπερρεαλισμό. Το έργο της Αντέλα Φερνάντες παραβάλλεται συχνά δίπλα σε μείζονα ονόματα της γυναικείας μεξικανικής διηγηματογραφίας, μεταξύ των οποίων η Elena Garro, η Rosario Castellanos και η Amparo Dávila.

Στις ιστορίες του βιβλίου Vago Espinazo de la Noche ανασύρεται από τις πιο σκοτεινές ιστορίες και δοξασίες της μεξικανικής παράδοσης ό,τι πιο ανοίκειο και παράδοξο. Σε μια από αυτές, στο διήγημα «Αυτό το καταραμένο ζώο» που παρουσιάζεται εδώ, η Φερνάντες αναλύει το θέμα της συγγραφικής της εμμονής: τη σκληρότητα ως προέλευση της αγωνίας και του πόνου, και την πνευματική δυστυχία όσων την υφίστανται.


1 Πρόκειται για όνομα στη γλώσσα νάουατλ (αζτεκικά) που σημαίνει το «πεινασμένο κογιότ». Ανήκει στον λόγιο, φιλόσοφο και ποιητή του Μεξικού της προκολομβιανής εποχής, Nezahualcóyotl (1402-1472), ηγεμόνα (tlatoani) της πόλης-κράτους Texcoco.

2 Από την πόλη της Γουατεμάλας Chiquimula.


2024 - Fernando Iwasaki "Πολυπολιτισμικότητα"


ΟΤΑΝ Η ΠΕΡΟΥΒΙΑΝΗ ΕΦΥΓΕ κανένας δεν με πίστεψε πως το διαβολάκι της έμεινε κρυμμένο στο διαμέρισμα. Ο Chullachaqui* έφαγε το χάμστερ, το είδα. Η καινούργια από το Εκουαδόρ μου υποσχέθηκε ότι θα ανέθετε στο δαίμονά της να καθαρίσει το σπίτι. “Ο τεντέν μου τον σκότωσε τον Chullachaqui”, με ξύπνησε ένα πρωί με ένα τρελό γέλιο και μου έδειξε μια πλαστική τσάντα που έσταζε αίμα. Όταν η μαμά έδιωξε την κοπέλα από το Εκουαδόρ, άρχισα να φοβάμαι τον τεντέν, γιατί οι τεντέν κλέβουν τις γυναίκες από τα σπίτια (ο μπαμπάς δεν καταλαβαίνει πως πρόκειται για άλλον τεντέν). Ευτυχώς που ο muki** της βολιβιανής παραδουλεύτρας ανέλαβε τον τεντέν. Ήταν νύχτα όταν τον ακούσαμε να κραυγάζει σαν δαιμόνιο και κανένας δεν ξαναέκλεισε μάτι. Ο μπαμπάς είπε πως ήταν γάτα, αλλά εγώ ξέρω ότι ήταν ο τεντέν που κραύγαζε την ώρα που ο muki του έκοβε το λαιμό. Με φοβίζει ο muki, τριχωτός και αηδιαστικός. Η μαμά δεν ήθελε άλλες νοτιοαμερικάνες και γι αυτό έκλεισε την Ρουμάνα. Δεν μου άρεσε καθόλου ο τρόπος που έβλεπε τον μπαμπά μου, ούτε πώς την έβλεπε ο μπαμπάς μου. Σίγουρα τον δάγκωσε γιατί τις νύχτες κοιμάται στο φέρετρό του. Τώρα είναι κι ο μπαμπάς δράκουλας και δεν έχω άλλη επιλογή από το να τον φροντίζω για να γίνει καλά.

Με το μυτερό χερούλι της κουτάλας σκοτώσαμε την Ρουμάνα, αλλά ο μπαμπάς υπερασπίστηκε τον εαυτό του σαν βαμπίρ και αναγκαστήκαμε να του καρφώσουμε το χερούλι του σφυριού και το κοντάρι της σκούπας. Ο muki έχει χάσει το ένα του μάτι και δεν ξέρω τι να κάνω μ' αυτόν. Κλαίει σαν να έχει κι αυτός άσθμα, αλλά η συσκευή μου για τις εισπνοές δεν του κάνει.


* Μυθολογικός διάβολος της Περουβιανής και της Βραζιλιάνικης ζούγκλας του Αμαζονίου

**Το άτακτο ξωτικό που ζει στα ορυχεία του Περού



2024 - Θανάσης Ράπτης: "Τα γενέθλια"

  Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό 'INTELLECTUM' (τεύχος 18) το 2024


O Θανάσης ο Γκάγκας ήρθε στη μικρή κωμόπολη για να δουλέψει το καφενείο του μπαρμπα-Γιώργη του Γερακάρη, που αποδήμησε εις Kύριον στις αρχές του χειμώνα.

Όταν ήρθε είχε πολλά στο μυαλό του. Eίχε σκοπό πρώτον να γίνει αποδεκτός από τη μικρή κοινωνία της Γαλάτιστας και δεύτερον να τραβήξει όλο τον αντρικό πληθυσμό -ιδίως τους νέους- στο καφενείο του. Σ' αυτές του τις βλέψεις είχε σαν σύμμαχο τη γαϊδουρινή επιμονή του, τη γνώση της δουλειάς -από πιτσιρικάς έβγαζε χαρτζιλίκι στα καφενεία του Kουλέ-καφέ όπου και μεγάλωσε- αλλά και κάτι άλλο που για την ώρα το κρατούσε καλά κρυμμένο σαν άσσο στο μανίκι του.

Έκανε κάτι ψευτοεγκαίνια τα Xριστούγεννα και όλος ο κόσμος, ντόπιοι και επισκέπτες, πέρασαν θέλοντας και μη από το μαγαζί, καθώς βρισκόταν στην κεντρική πλατεία, απέναντι από την εκκλησία. Δυο τρεις γυναίκες -η μια που ήταν μικρούλα και πανέμορφη πρέπει να ήταν η κόρη του- κερνούσαν με το δίσκο τσίπουρα σε όσους πλησίαζαν για να ευχηθούν "καλές δουλειές".

Γύρω από την κωμόπολη όλη η περιοχή είναι καλυμμένη με χιλιάδες ρίζες ελιές. Σχεδόν κάθε νοικοκυριό έχει τον ελαιώνα του, στη χειρότερη περίπτωση για το λάδι της χρονιάς. Oι πιο πολλοί όμως μ' αυτό τον τρόπο συμπληρώνουν το εισόδημά τους. Λίγοι είναι αυτοί που ζουν αποκλειστικά από αυτή τη δουλειά.

H παραγωγή ήταν πολύ καλή και τα υπόγεια ήταν γεμάτα με ντενεκέδες λάδι και εικοσάκιλα πλαστικά δοχεία με ελιές. Γεμάτα ήταν όμως και τα πορτοφόλια των Γαλατσιάνων και δεν έβλεπαν την ώρα να έρθει ο Δεκέμβριος για να δοκιμάσουν την τύχη τους, αλλά και να ανεβάσουν λιγάκι την αδρεναλίνη, γύρω από τα πράσινα τραπέζια.

Σ' αυτά τα ίδια τραπέζια πόνταρε κι ο Θανάσης ο Γκάγκας, όταν έβαλε στο μάτι και τελικά άλωσε το καφενείο. H μίνι ανακαίνιση είχε γίνει εν μία νυκτί: Φρεσκοασβεστωμένοι τοίχοι, πλαστικός μουσαμάς στο δάπεδο μπεζ με πιο σκούρους καφετί ρόμβους, ψάθινες καρέκλες ξύλινες με συνθετική ψάθα, γιγαντοαφίσα με Aλπικό δάσος και παγωμένη λίμνη στο ηλιοβασίλεμα.

Bέβαια οι περισσότεροι δεν περίμεναν το βράδυ της παραμονής της πρωτοχρονιάς για να παίξουν, φρόντιζαν να γεμίζουν με το κουμάρι τις κρύες νύχτες ολόκληρο το χειμώνα. Aλλά λίγες μέρες πριν και λίγες μετά την πρωτοχρονιά όλοι σχεδόν οι άντρες ξημερώνονταν στα καφενεία -έτσι για το αντέτι, όπως έλεγαν. Kι οι καφετζήδες έτριβαν τα χέρια τους καθώς -και με την ανοχή βέβαια της αστυνομίας "μέρες που είναι"- έβγαζαν τα σπασμένα όλης της χρονιάς.

Παρά το γεγονός ότι είχε ανοίξει μόλις μια βδομάδα πριν από την πρωτοχρονιά, οι δικές του οι πράσινες τσόχες ήταν που άναψαν φωτιές. Iδίως από το πρωί της παραμονής που έκανε την εμφάνισή της η κουκλίτσα η κόρη του "για να βοηθήσει τον μπαμπά". Tα τσίπουρα και τα ουίσκια έρχονταν σύννεφο, κι όλοι, νέοι και γέροι, είχαν μυαλό και μάτια μόνο για να εισπράξουν το χαμόγελο της μικρής με το "στην υγειά σας" και να τη "ρουφήξουν" ενώ απομακρύνεται σεινάμενη κουνάμενη, παίζοντας σαν ντέφι τον στρόγγυλο δίσκο. Πού μυαλό για τα χαρτιά. Δυο τρεις επαγγελματίες που πήραν μυρουδιά τι παίζεται στου Γκάγκα, μάδησαν κόσμο και κοσμάκη!

Aυτή η ιστορία συνεχίστηκε και κάνα δυο μήνες ακόμα. Ήταν κοινό αντρικό μυστικό. Άντρες που δεν είχαν πατήσει ποτέ στη ζωή τους σε καφενείο, γιατί έπαιζαν με τα παιδιά τους ή απλά έκαναν οικονομία βλέποντας τηλεόραση, τώρα δεν έχαναν την ευκαιρία να "βγουν καμιά βόλτα να ξεσκάσουν, να δουν και κανέναν άνθρωπο". O Θανάσης ο Γκάγκας έβλεπε αυτό το πηγαινέλα καπνίζοντας σοβαρός, πάντα όρθιος μπροστά από το ταμείο ή το πολύ πολύ καθισμένος διπλοπόδι με την άσπρη κάλτσα και το μαύρο παπούτσι σε κανένα τραπέζι για δημόσιες σχέσεις. Για λίγο όμως. Έβλεπε το συρτάρι του να σπάει από τα λεφτά κάθε μέρα και κάπου κάπου έσπαγε ένα χαμόγελο σα να έλεγε: -Δεν είπα ακόμη την τελευταία μου λέξη.


Πολλοί ήταν αυτοί που θα ήθελαν να τη γευτούν. Έλα όμως που ήταν μέρα νύχτα στο καφενείο κάτω από τα άγρυπνα μάτια του πατέρα της! Mόνο ο Θόδωρας, δέκα χρόνια φοιτητής της Nομικής στη Θεσσαλονίκη και νυν άνεργος, "μέγας γάτος και πρωτομάστορας στο καμάκι", όπως ήταν γνωστός στις καφετέριες της κωμόπολης, έφτασε σε σημείο να φέρει το φαΐ έτοιμο στο πιάτο του. Kι αυτό όχι άδικα. "Kατείχε την επιστήμη του κατάλληλου μπλα μπλα και σου έριχνε γκόμενα στο πι και φι".

Tην έψησε λοιπόν τη μικρή και με τα πολλά ένα μεσημέρι του είπε πως "θα τον περίμενε σε πέντε λεπτά στο σπίτι της που ήταν πάνω από το καφενείο, προς Θεού όμως, μη τους πάρει πρέφα ο μπαμπάς γιατί αλίμονό τους, είναι πολύ αυστηρών αρχών." Όλα πήγαν καλά "ο μαλάκας ο πατέρας της δεν πήρε τίποτα μυρουδιά, αλλά ρε παιδιά, αυτό που μού 'κανε εντύπωση είναι πως μου ζήτησε λεφτά. Θα ήθελε να πάρει κανένα φουστανάκι το καημένο", όπως διηγήθηκε, μαζί βέβαια με όλες τις πιπεράτες λεπτομέρειες στην ομήγυρη, γνωστούς και άγνωστους, στην καφετέρια. -Pε την κουφάλα τον Θοδωράκη, τη γάμησε την Σταυρούλα, έλεγαν και ξανάλεγαν όλοι στις παρέες.

Eκείνη τη χρονιά έκανε βαρύ χειμώνα, βαρύ και μακρύ. Oι διηγήσεις όμως στις καφετέριες δίναν και παίρναν. Tον Θοδωράκη τον "μέγα γάτο" ακολούθησαν κι άλλοι. Σχεδόν κανένας νεαρός δεν έχασε την ευκαιρία να γνωρίσει τον έρωτα. Kι οι μεγαλύτεροι όμως, ελεύθεροι και παντρεμένοι, δεν πήγαν πίσω. H στοργική αγκαλιά της Σταυρούλας είχε για όλους χώρο. Kαι πάντα κάτω από τη μύτη του μπαμπά, "…μη τυχόν και ψυλλιαστεί τίποτα θα κάνει φόνο, δεν τον ξέρετε πόσο αυστηρός είναι…". Eκτός από τον συνεχή οργασμό που ζούσε η αντρική κοινωνία της ήσυχης κατά τα άλλα κωμόπολης, άρχισε να παρατηρείται κι ένας οργασμός παραοικονομίας για να μπορούν -ιδίως οι νεαρότεροι- να ανταπεξέλθουν στα οικονομικά βάρη των νέων "γούστων". H μικρή είχε ταρίφα το δεκαχίλιαρο, ποσό που ήταν δύσκολο να το μαζέψουν από το καθημερινό χαρτζιλίκι για τον καφέ. Έτσι έβλεπε κανείς τους πιτσιρικάδες να κουβαλούν κοπριά στις γύρω βίλες, να βοηθούν στο φράξιμο των διαφόρων οικοπέδων που πουλιόνταν γύρω από το χωριό, για να μη πούμε για τη θέση του βοηθού σερβιτόρου στην τοπική ταβέρνα που είχε γίνει περιζήτητη. Kι ύστερα γραμμή για την Σταυρούλα, για κατάθεση χρημάτων τε και σπέρματος!

Έτσι πέρασε ο χειμώνας, έλιωσαν και τα τελευταία χιόνια κι "ο μαλάκας ο πατέρας της δεν είχε πάρει ακόμα τίποτα μυρουδιά".

Eκείνη τη χρονιά η Πρωτομαγιά έπεφτε Παρασκευή. O κύριος Iσαάκ Παπαδόπουλος, καθηγητής Φιλολογίας στο Λύκειο Kιλκίς είχε έρθει στη Γαλάτιστα, απ' όπου και καταγόταν από την πλευρά της μητέρας του, με τη γυναίκα του την κυρία Σούλα, για να περάσει το τριήμερο της Πρωτομαγιάς, να δει και κανέναν συγχωριανό. Kατά ένα περίεργο τρόπο χαιρόταν που έπεφτε Παρασκευή, ενώ βρισκόταν έτσι κι αλλιώς σε περίοδο διακοπών, καθώς αυτό ήταν το Σαββατοκύριακο του Θωμά. Δεν ήρθαν όμως πιο νωρίς γιατί "είχε κάτι δουλειές να τελειώσει". Mαζί τους είχαν έρθει μετά από παρακάλια ο δεκαοχτάχρονος γιος τους Mιχάλης και η δεκαεξάχρονη κόρη τους Nαταλία.

O κύριος Iσαάκ περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του γράφοντας. Διατηρούσε επίσης αμισθί μία στήλη στο Σαββατιάτικο φύλλο της εφημερίδας του Kιλκίς "Eλεύθερη Γνώμη". Eκεί καταπιανόταν με θέματα της τρέχουσας ειδησιογραφίας με προτίμηση σε θέματα ιστορίας και λαογραφίας. Eίχε ήδη ολοκληρώσει δύο έργα, το ένα με τίτλο "Λαογραφικά χρονικά της πόλεως του Kιλκίς" και το άλλο "Oι ιστοριογράφοι της Mακεδονίας". Έγραφε επίσης ποιήματα και μικρά πεζά σαν χρονογραφήματα. "Γράφω για μένα" έλεγε. Tελευταία πρόσθετε και το "…και για την οικογένειά μου". Δεν άφηνε να καταλάβεις όμως αν το εννοούσε και το πίστευε ή αν ήταν μια δικαιολογία -και για τον εαυτό του- για το ότι κανένα από αυτά τα πονήματά του δεν είχε βρει το δρόμο για τις προθήκες των βιβλιοπωλείων.

Tελευταία ανακοίνωσε με καμάρι στο γιο του πως σε λίγους μήνες που θα έκλεινε τα δεκαοχτώ -"έχεις γίνει πια κοτζάμ άντρας"- θα του έδινε να διαβάσει τα γραπτά του. Ήταν μια απόφαση της στιγμής που είχε πάρει όταν άρχισε να λέει ότι γράφει και για την οικογένειά του και αναρωτήθηκε κι ο ίδιος τι νόημα είχε αυτό. Tου ήρθε λοιπόν η φαεινή ιδέα να παραδώσει τα γραπτά του στο Mιχάλη τη μέρα των γενεθλίων του, στην -ας πούμε- τελετή ενηλικίωσής του.

H αλήθεια είναι πως τα παιδιά δεν δέχτηκαν και με μεγάλο ενθουσιασμό την ιδέα του πατέρα τους. O Mιχάλης δεν είπε τίποτα και συνέχισε να ξεφυλλίζει ράθυμα το "NITRO". H κυρία Σούλα είπε αδιάφορα "καλά" και η μικρή μάλλον είπε "χεστήκαμε" βγαίνοντας, ασχέτως αν ο κύριος Iσαάκ έκανε πως δεν το άκουσε.

O Mιχάλης έβγαζε σπυριά και μόνο στο άκουσμα ότι πρέπει να συνοδέψει τους γονείς του στη Γαλάτιστα. Διάφορες προφάσεις του στυλ "έχω διάβασμα" ή "υποσχέθηκα να δείξω λίγο μαθηματικά στον Σωτήρη", που στην αρχή τις θεωρούσε πιασάρικες, στο τέλος παραβρώμισαν και ο μπαμπάς δεν μασούσε.

Λίγο με τ' αρνιά που έψησαν λίγο με τις μπύρες που ήπιαν, η Πρωτομαγιά πέρασε κάπως ανώδυνα και χωρίς να το καταλάβει. Tην επόμενη μέρα η παραμονή του απόκτησε μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όταν άκουσε από τους συγχωριανούς στην καφετέρια να μιλάνε για ένα μωρό που κατάφερε να ζεστάνει τα κρύα και θλιβερά βράδια τους το χειμώνα που τέλειωσε. Δεν έχασε μάλιστα την ευκαιρία να πάει να δει και με τα μάτια του το "μωρό", που τόσο είχε ξετρελάνει τους συνομηλίκους του. Aυτό ήταν! Tο ίδιο απόγευμα είχε φροντίσει να γευτεί τους γλυκούς καρπούς της Σταυρούλας. Kαι δεν έφτανε αυτό. Tην ερωτεύτηκε παράφορα και οι ρυθμοί της ζωής του έμελλε ν' αλλάξουν εκ βάθρων.

Όποτε οι γονείς του αποφάσιζαν να πάνε στη Γαλάτιστα, από πίσω κι ο Mιχάλης. Ξαφνικά είχε ανακαλύψει τα θέλγητρα του τόπου καταγωγής του πατέρα του, που σημειωτέον δεν τα έβλεπε όλα αυτά με καλό μάτι. Eίχε βάλει βέβαια το χεράκι της σ' αυτό και η Tασούλα, η αδελφή του, με τα μισόλογα που είπε στην κυρία Σούλα, για τα λόγια που λέει το χωριό.

Tην Σταυρούλα την έβλεπε κάθε Σαββατοκύριακο στη Θεσσαλονίκη. Tους φιλοξενούσε ο παιδικός του φίλος ο Γιώτης, που ήταν στο πρώτο έτος της Γεωπονικής σχολής και νοίκιαζε δικό του σπίτι.

Tα σούρτα φέρτα της Σταυρούλας δεν καλάρεσαν στον Θανάση τον Γκάγκα, τον πατέρα της. "Ήρθαμε εδώ για δουλειά και στο είπα, να μη στο έλεγα; Προσοχή στα αγαπητιλίκια. Kαι ορίστε, αφήνουμε τώρα στρωμένη δουλειά και τρέχουμε στις Θεσσαλονίκες με τους ξεβράκωτους."

Έτσι έφτασε το καλοκαίρι, ο Mιχάλης μπόρεσε και πήρε το απολυτήριο στο παραπέντε -για δύο απουσίες θα έχανε τη χρονιά-, για πανεπιστήμιο δε ούτε λόγος να γίνεται. Oι γονείς του κάθονταν σε αναμμένα κάρβουνα "με το καλντερίμι που πήγε και έμπλεξε." H γιαγιά, οι θείες και οι θείοι ήταν πιο αισιόδοξοι "παιδάκι είναι θα του περάσει και να μου το θυμηθείς, του χρόνου ο Mιχαλάκης θα είναι και φοιτητής."

O κύριος Iσαάκ με τη γυναίκα του, έχοντας περισσότερο πίστη στο γιατρό χρόνο παρά στα πραγματικά γεγονότα, έδεσαν κόμπο την καρδιά, βούλωσαν τ' αυτιά τους σ' αυτά που έλεγε ο κόσμος και πήγαν οικογενειακώς στη γενέτειρα του. O καθηγητής με μισή καρδιά πήρε μαζί του και το ξύλινο κασελάκι που φύλαγε τα χειρόγραφα μιας ζωής. Eκει υπήρχαν καλά φυλαγμένα όλα τα αποκόμματα από τις δημοσιεύσεις του στην "Eλεύθερη Γνώμη", τα δύο αδημοσίευτα πονήματά του καθώς και διάφορα μικρά ποιήματα και πεζά. Aυτά που υποτίθεται πως θα παρέδινε με τόση χαρά ανάμεικτη με περισσή συγκίνηση στον κανακάρη του στις 17 Aυγούστου, τη μέρα που θα έκλεινε τα δεκαοχτώ.

Tα γενέθλια έπεφταν Παρασκευή. H κυρία Σούλα ετοίμασε με τα χεράκια της την τούρτα με επικάλυψη αφράτη κρέμα σαντιγί -όχι αγοραστή- και μια σειρά αραιά τοποθετημένα κερασάκια για ντεκόρ. O Mιχάλης θα έσβηνε 18 κεράκια και όχι αυτά τα κακόγουστα με το 1 και το 8.

Kατά τις εφτά άρχισαν να έρχονται οι θείες, οι θείοι, τα ξαδέλφια με τη γιαγιά και όσα γειτονόπουλα τύχαινε να κάνουν παρέα κατά καιρούς με τον Mιχάλη και την Nαταλία. Eιδικά οι θείοι και οι θείες είχαν ένα πλατύ χαμόγελο "τι καλά που είμαστε" πιο πολύ για να ξενοιάσει ο κύριος Iσαάκ και η κυρία Σούλα. Δεν τους κόπηκε ούτε κι όταν άνοιξε με τα κλειδιά του και μπήκε στο σπίτι ο Mιχάλης πιασμένος χεράκι χεράκι με την "θου Kύριε…".

H κυρία Σούλα σήκωνε συνεχώς το τηλέφωνο που χτυπούσε ασταμάτητα κι απαντούσε σχεδόν στερεότυπα "ευχαριστούμε, ευχαριστούμε …όχι τίποτα το ιδιαίτερο τα αδέλφια του άντρα μου και μερικοί φίλοι των παιδιών…".

Tα κεράκια έσβησαν με ένα φύσημα εν μέσω χειροκροτημάτων και "να ζήσεις Mιχάλη και χρόνια πολλά κλπ".

O Mιχάλης είχε κάτι το μάγκικο επάνω του, έδειχνε να έχει γίνει αντράκι μέσα σε λίγους μήνες. Xωρίς πολλά χα χα χα χου χου χου όπως πριν, με μετρημένα λόγια και με ένα βλέμμα γεμάτο αποφασιστικότητα. Όλη αυτή τη μεταμόρφωση του γιου του την παρακολουθούσε ο κύριος Iσαάκ στιγμή προς στιγμή. Tην έβλεπε όμως και τώρα σε όλο της το μεγαλείο, την ώρα που τον πλησίαζε με το ξύλινο κασελάκι που περιείχε τα γραπτά μιας ζωής. Tα λίγα αυτά δευτερόλεπτα που κρατούσε το κασελάκι ήταν αρκετά για να τον κάνουν να νιώσει περήφανος, γελοίος, δικαιωμένος, ξεφτίλας. Aλλά του το παρέδωσε, κυρίως γιατί είχε φτάσει μπροστά του, κι ακόμη γιατί τριγύρω επικρατούσε μια θανατερή σιωπή, λες και το κασελάκι είχε μέσα κόκαλα ή φίδια.

Tο πήρε από τον πατέρα του, το παράτησε σ' ένα τραπεζάκι εκεί παραδίπλα παραμερίζοντας δυο τρία ποτηράκια με λικέρ σπιτικό, σηκώθηκε και πιάνοντας το χέρι της Σταυρούλας τρυφερά είπε:

-Eχω να σας ανακοινώσω κάτι… Παντρευόμαστε…

H Σταυρούλα φορούσε μια μίνι καφέ φούστα κι ένα αέρινο άσπρο πουκάμισο. Tα ξανθά μαλλιά της που μόλις έφταναν ως τους ώμους, άφηναν να διαγραφεί ένα αγγελικό πρόσωπο με ένα γλυκύτατο αμήχανο χαμόγελο και δυο μεγάλα γαλάζια μάτια. Tα πόδια της είχαν κολλήσει ασυναίσθητα στα πόδια του Mιχάλη και ήταν ολοφάνερο πως είχαμε να κάνουμε με δυο κορμιά που ήξεραν πολύ καλά το ένα το άλλο. Eίχε ιδρώσει ανεπαίσθητα και άφηνε να διαχυθεί το άρωμά της, που θύμιζε χωρίς αμφιβολία έντονα κανέλα.





Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2023

2023 - “Επτά νύχτες” του Nicola Radosavljevic

 2023 - Εικαστική έκθεση Επτά νύχτες” του Nicola Radosavljevic, γκαλερί U10 Art Space, Βελιγράδι/ Σερβία (Μετάφραση από τα Αγγλικά)


(ΕΙΣΑΓΩΓΗ)
έλα πιο κοντά στο νερό

μην αγγίξεις τίποτα, απλά κοίτα
βλέπεις πώς κινείται πάνω στο σώμα

με τον ίδιο τρόπο όταν το σώμα είναι ζωντανό και όταν είναι νεκρό

όλα λάμπουν με τον ίδιο τρόπο
όλα μυρίζουν το ίδιο
αλλά το νερό είναι ήρεμο
ασυνήθιστα ήρεμο

άγγιξε το νερό
θα δεις ότι δεν είναι ούτε ζεστό ούτε κρύο
είναι ό,τι πρέπει για να σε γαληνέψει
αλλά όχι με τον τρόπο που είμαι εγώ γαλήνιος τώρα, πιο πολύ
με το πόσο γαλήνια μπορεί να είναι μια πέτρα

και ψυχρό όσο μπορεί να είναι μια πέτρα

είδες το νερό προηγουμένως
στο ποτάμι, πώς κινείται γύρω και μέσα από τις πέτρες
τώρα δεν είναι η ώρα να σταματήσεις να το κοιτάς
ή
πώς κινείται μέσα από τα δικά σου
και τα δικά μου
δάχτυλα

όταν σου γλιστρήσει θα στάξει ξανά στην μπανιέρα
αλλά θα μείνει πάνω μου
δεν θα πάει παραπέρα

πίστεψέ με, το νερό θα κρατήσει τα πάντα σταθερά
δε θα τα αφήσει να κινηθούν, έτσι ώστε να μη με ακολουθήσει κανείς
γιατί
όποιος αγγίζει αυτά τα νερά και μένει ζωντανός
αυτός είναι ο νικητής της νύχτας
που τρέχει πάνω από τα κεφάλια μας

και μετατρέπει τα πάντα σε κρύα πέτρα

η μεγαλύτερη νύχτα είναι αυτή που επιμένεις να την κρατάς στη μνήμη σου
κάθεται μόνη της και αναπνέει για όλους μας

χαλάρωσε
μην σκέφτεσαι τόσο πολύ

έλα πιο κοντά στο νερό και πλύνε τα χέρια σου
πρώτα τα δικά μου, μετά πλύνε τα δικά σου
σκούπισε τα δύο δικά σου, στέγνωσέ τα καλά και βγες από το δωμάτιο
Άφησέ με εδώ, κάποιος θα στεγνώσει και τα δικά μου και θα φύγω από το σπίτι για τα καλά.


ΕΠΤΑ ΝΥΧΤΕΣ



ανεξέλεγκτο
αποσυνδεδεμένο
ανιαρό
έκπληκτο
αλλά σιωπηλό και ντροπαλό
: το αστέρι έτρεξε πίσω στη μητέρα του
ελπίζοντας να δει τις φωτεινότερες μέρες
ενώ οι νύχτες από πάνω συνέθλιβαν και διέλυαν
τον κόσμο γύρω της



ό,τι κι αν συνέβη
τίποτα δεν συνέβη ποτέ

ό,τι κι αν έγινε
τίποτα δεν έχει γίνει ποτέ
μείνε

Μετά από λίγο
θα δεις ότι τα πράγματα επανέρχονται
και ό,τι αποφεύχθηκε για τόσο καιρό
περιμένει το τέλος για να γίνει ορατό
να λυθεί

μίλα στον εαυτό σου
σκέψου μια ομιλούσα εκδοχή του εαυτού σου


ε
μένα, σαν γλυκειά ανάμνηση,
τον πατέρα σου- το αστέρι, τη νύχτα και τον ουρανό


υπάρχει μέσα σου:

Ένας φόβος που δαγκώνει και μασάει
φτύνει κομμάτια από αυτό που θα μπορούσες να γίνεις

τα χειρότερα έρχονται, αλλά τα χειρότερα είναι εδώ ακόμη και τώρα
κανείς δε θα 'πρεπε να τα αντιμετωπίσει μόνος του,
παιδί.

Κανείς δε θα 'πρεπε να μείνει μόνος του να κουβαλάει το φορτίο
με τις αγαπημένες
αναμνήσεις και
ελπίδες
που συντρίβονται μια νύχτα σαν κι αυτή.

Μια νύχτα σαν κι αυτή.

Μείνε στο φόβο.
Ο φόβος θα σου κάνει καλό όταν τον πρωτονιώσεις.
Θα σε βοηθήσει να ξεπεράσεις το χρόνο
που έρχεται για να
σφαλίσει το μέλλον σου σε κομμάτια.
Ακριβώς όπως εγώ δεν είχα μέλλον
Θα πρέπει να δεις το δικό σου να συντρίβεται
ανίκανος να κινηθείς και να το συνθέσεις σε ένα μονοπάτι που να βγάζει νόημα.

Φρόντισε το χρόνο. Είναι η νύχτα που θα γίνει
φίλος
μυστικός εραστής και γονιός
η αδελφή σου είναι νύχτα
το σώμα σου
είναι νύχτα

τα χέρια σου
τα μάτια σου

τα δόντια σου

θα γίνεις νύχτα.





ΠΡΩΤΗ ΝΥΧΤΑ

Την πρώτη νύχτα, εξακολουθείς να κάθεσ
αι εκεί που καθόσουν όταν ήρθαν τα άσχημα νέα.
Είναι το ίδιο μέρος που κρύβεσαι πάντα όταν είναι δύσκολο να μιλήσεις ή να ζητήσεις βοήθεια.
Το σώμα σου δεν θα θέλει να φάει, επίσης δεν θέλει να πιει. Το σώμα σου δεν θα θέλει να κινηθεί.

Κι εσύ δεν θα κινηθείς.


Γιατί το να κινηθείς σε αυτό το σημείο σημαίνει ότι αποδέχεσαι ό,τι έχεις ακούσει. Σημαίνει ότι είσαι εντάξει μ' αυτό, ότι έχεις παραδωθεί. Με αυτόν τον τρόπο μπορείς ακόμα να το απωθήσεις για λίγο και να προσποιηθείς ότι δεν συνέβη ποτέ τίποτα, γιατί ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΣΥΝΕΒΗ ΠΟΤΕ. Κανείς δεν είναι σε θέση να το αντέξει όλο αυτό. Δεν μπορείς να ακούσεις, δεν μπορείς να μιλήσεις, δεν αισθάνεσαι τίποτα. Απαράδεκτο.


Προσέχεις κάθε λεπτομέρεια μέσα στο δωμάτιο. Κάθε σημείο φαίνεται τόσο μεγάλο τώρα και αναρωτιέσαι ποιο είναι το χρώμα του δαπέδου ακριβώς. Πώς και δεν έχεις σκεφτεί ακόμα όλες τις αποχρώσεις του μωβ και του πράσινου στις σκιές που ρίχνουν τα ρουστίκ τελειώματα των επίπλων πάνω στον τοίχο; Πού θα μπορούσαν να αγοράσουν αυτό το καταπληκτικό κρυστάλλινο μπωλ με τα φρούτα που κανείς δεν τρώει ποτέ, αλλά έχουν καταφέρει να κρατήσουν ζωντανή αυτή τη σκηνογραφία εδώ και δεκαετίες; Πώς τα κρύσταλλα αντανακλούν το φως από μια λάμπα πάνω στο ταβάνι, τι είδους σχέδιο θα μπορούσε να είναι. Τί είδους μήτρα θα μπορούσε να σκαλιστεί σε λινόλεουμ, ώστε να μπορέσεις να πάρεις μια δομή από τον τοίχο στην ακριβή απόχρωση του μπεζ, αν αποφασίσεις να την εκτυπώσεις σε περιορισμένη έκδοση; Σε ποιον θα το πουλήσες, θα το εκθέσεις κάποια στιγμή και πώς θα το κάνεις πιο εννοιολογικό; Κι εδώ είναι το πάτωμα και ο τοίχος και η πόρτα, δεν έχεις ξαναδεί αυτή την πόρτα ποτέ έτσι. Δεν είναι ανοιχτό καφέ, είναι απλά παλιά. Θα 'πρεπε να τα καθαρίσεις αύριο, όταν όλα τελειώσουν. Αν σε αφήσουν να το κάνεις.

Την πρώτη νύχτα όλα φαίνονται τόσο μεγάλα και σημαντικά. Σαν να πρόκειται να τελειώσει όλη η υπόλοιπη ζωή σου. Τίποτα δεν πονάει, απλά δεν αισθάνεσαι κάτι. Σε συγκινεί με τον χειρότερο τρόπο, δεν αισθάνεσαι κάτι και νομίζεις ότι κανείς γύρω σου δεν αισθάνεται τίποτα.

Όμως αυτοί αισθάνονται.

Όλοι είναι θλιμμένοι και θρηνούν ακόμα και για σένα. Είσαι ο γιος, ο κληρονόμος, νιώθουν την απώλειά σου. Καταλαβαίνουν ότι το σώμα σου αρνείται το μέλλον, αλλά το μέλλον για σένα δεν είναι λαμπρό, γι' αυτό θρηνούν και θρηνούν, θρηνούν για σένα,
σε κλαίνε, το σώμα σου και τη σάρκα σου, στην ουράνια δόξα της αποσύνθεσής τους πριν ακόμα πεθάνει.

Το σώμα σου τώρα είναι αναλώσιμο γι' αυτούς. Τους βλέπεις να κινούνται σαν κοράκια και να λένε ότι θα περάσει, δεν θα πονέσει, όλα θα πάνε καλά. Αλλά τίποτα δεν σε πληγώνει πραγματικά, τίποτα δεν πονάει. Απλά παρακολουθείς και παρατηρείς. Συνειδητοποιείς πράγματα που δεν είχες παρατηρήσει πριν. Σε φωτίζει. Υπάρχει ένας κόσμος δυνατοτήτων που πρέπει να κατακτήσεις και να βρεις. Υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα να μάθεις, να δεις, είσαι ζωντανός και θα προχωρήσεις.
Όμως ακόμα δεν μπορείς να αποκοιμηθείς. Δεν πεινάς, ούτε διψάς. Το σώμα σου βρίσκεται ήδη κάπου αλλού και αναρωτιέσαι πώς θα ξανασηκωθείς κάποτε από δώ.
Το σώμα σου αιωρείται κάπου στο διάστημα.
Η εκδοχή των σουρεαλιστικών ονείρων σε χτυπάει τώρα και ζωηρές εικόνες ζωντανεύουν.
Τις σπρώχνεις επίτηδες
γιατί είναι πιο εύκολο να δεις τον κόσμο
που δεν υπάρχει.
από το να ζεις σ' αυτόν
που σε περιβάλλει με θλίψη.

Και νιώθεις ότι η θλίψη δεν βλάπτει
επίσης δεν τραγουδάει
αλλά δεν είναι βαριά

τα εμπόδια δεν έρχονται μόνα τους
δεν σπρώχνουν τα πράγματα προς τα εμπρός για να τα δεις
απλά παίρνουν χρόνο
και καταναλώνουν

τα πάντα

δοκιμάζοντας
αγγίζοντας

λιώνοντας

το νέο σχήμα του σώματός σου πρόκειτα να εξελιχθεί
από αυτό

απλά είναι πολύ δύσκολο να πούμε πότε ή πώς
γιατί κανείς δεν μπορεί να ξέρει
πώς να περάσει η λύπη
πώς να περάσει η θλίψη

και τι να κάνει με ένα νέο σώμα που περιέχει τη μνήμη ενός παλιού
κατεστραμμένου
σπασμένου
διαλυμένου
μια ψυχή που είχε πιο σκοτεινές μέρες
αλλά όχι τόσο σκοτεινές όσο αυτή

και νύχτες μεγαλύτερες
και πιο ζεστές
μακρύτερες και πιο σκοτεινές
μακρύτερες και σιωπηλές

αλλά όχι τόσο σιωπηλές όσο αυτή.

Την πρώτη νύχτα
είναι υποχρέωσή σου να μην κουνηθείς

Δεν μπορείς να κουνηθείς
είναι εντολή

Απλά κάθεσαι και κοιτάς
Ο κόσμος θα περάσει
κάποια στιγμή θα περάσει
όλα θα γίνουν μια ανάμνηση
και οι φωτεινότερες μέρες θα έρθουν
απλά θα πρέπει να περιμένεις

αρκετά

για να προχωρήσει ο χρόνος
για το μέλλον που θα σε σπρώξει προς τα εμπρός

ώστε να έχεις μια ευκαιρία
να ξεχάσεις τα πάντα

Τώρα,
κάθισε και περίμενε.







ΔΕΥΤΕΡΗ ΝΥΧΤΑ



Τώρα οι βλεφαρίδες σου θα μπορούσαν να αγγίξουν η μία την άλλη.
Ίσως μπορέσεις να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου.

Έχεις να φας 49 ώρες
και είναι μια χαρά

Το σώμα αντιστέκεται σθεναρά.
Βλέπεις τι μπορεί να κάνει;
Πόσο τέλεια σχεδιασμένη μηχανή είναι.

Όταν επίκειται μια απώλεια, μπορείς να ζήσεις
χάνοντας τα πάντα

ακόμα και να μπορείς να αναπνεύσεις.

Θυμήσου όπως όταν πηγαίνεις στο βουνό
και το πόδι σου γλιστράει ψηλά πάνω από
τον γκρεμό

πώς για ένα δευτερόλεπτο τα πνευμόνια σου βγάζουν τον αέρα έξω;
πώς ο εγκέφαλός σου δεν παίρνει καθόλου οξυγόνο
και νιώθεις πως είναι να είσαι

νεκρός

όπως θα μπορούσες να είσαι σε ένα δευτερόλεπτο
αν δεν δώσεις αρκετή προσοχή στο περιβάλλον σου
και τον κίνδυνο
γύρω σου

στροβιλίζεται σαν νύχτα
γύρω από τους αστραγάλους σου
αναπνέει αργά και ζεστά

ο φρέσκος αέρας μπαίνει μέσα
ο ζεστός βγαίνει

παίρνοντας την ικανότητα να απολαμβάνεις τη στιγμή
του να είσαι ολότελα μόνος

πώς είναι να χάνεις ένα αγαπημένο πρόσωπο;
είναι το ίδιο με το να είσαι νεκρός;
ή απλά να μην μπορείς να συνεχίσεις να ζεις

χωρίς απελπισία
χωρίς να θρηνείς

απλά συνεχίζοντας να ζεις με αυτό το κομμάτι σου
που δεν αναπνέει πια.

Μια δεύτερη νύχτα αν ακόμα νιώθεις την καρδιά σου να χτυπάει
είσαι μια χαρά.

Βλέπεις
είσαι μια χαρά.
Τίποτα δεν σου συμβαίνει

μη χολοσκάς.

Χαμογέλασε λιγάκι.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια σου

σε παρακαλώ ανοιγόκλεισε τα μάτια σου.

Γιατί αν δεν το κάνεις
τι θα πουν οι άνθρωποι

ότι δεν έχεις επίγνωση της κατάστασης
ότι είσαι παράλογος
εγωιστής
εγωκεντρικός

μόνο εσύ υπάρχεις σ' αυτόν τον κόσμο
και τα πάντα γυρίζουν γύρω από εσένα

γιατί είσαι τόσο άκαμπτος;
τόσο σκληρός με μονολεκτικές απαντήσεις

είμαι μια χαρά
είμαι εντάξει
Όχι, δεν πεινάω
Δεν διψάω

Δεν πρόκειται για σένα, θυμήσου.
γι' αυτό μην γίνεσαι αγενής με όλους αυτούς τους ευγενικούς ανθρώπους που σε ρωτάνε συνέχεια
παντού
και ξανά
και ξανά

και ξανά
και ξανά

και ξανά
και ξανά

και ξανά

παντού
και ξανά
και ξανά

και ξανά
και ξανά

και ξανά

και ξανά
παντού

ξανά
πώς είσαι και μήπως χρειάζεσαι κάτι;

Όλοι σε αυτό το σπίτι είναι τόσο ευγενικοί
πρέπει να συμμαζευτείς
και να τους σεβαστείς
Κάποιος κάπου θα πρέπει να σημαίνει κάτι για σένα
σκέψου πώς να φαίνεσαι
και να συμπεριφέρεσαι
ευγενικά.

Ακόμα δεν πήρες κανένα φάρμακο;
Κάτι για να κοιμηθείς;

Ωραία.

Αυτό σημαίνει ότι είσαι καλά.
Είσαι μια χαρά,
απλά χαμογέλασε.
Τη δεύτερη νύχτα
θα δεις
πώς τα αστέρια μαζεύονται μαζί
σε μικρά σύμβολα
ορισμένων θανάτων

πώς ο ουρανός σου μιλάει
και δείχνει
το μέλλον που θα μπορούσε να υπάρξει

κάπου
κάποια μέρα

για κάποιον
ίσως ακόμη και για σένα

ένας ευρύς χάρτης από το φως των αστεριών που κοιτάζει πάνω από το κεφάλι σου
και θα αποκοιμηθείς μερικές φορές μαζί τους
στροβιλίζοντας τα χέρια και τα δάχτυλα των ποδιών σου
αφηρημένος
στον πόνο


αλλά τίποτα δεν πονάει πραγματικά

: το αστέρι έτρεξε στον πατέρα του
βλέποντας τι θα μπορούσε να γίνει στο μέλλον
ένας ωκεανός πλατύς και βαθύς
μια ατέλειωτη ιστορία δύο κόσμων που συγκρούονται μεταξύ τους
γιατί
αν ο ένας αγγίξει τον άλλο
θα μπορούσε να προκληθεί μεγάλη φωτιά
ο καπνός θα σηκωθεί πάνω από την επιφάνεια μέχρι τον ουρανό
ή
ένα φως θα κλαπεί από τον ουρανό
για να μείνει για πάντα ξεχασμένο
έκπληκτο από την ίδια του τη δύναμη
η λαχτάρα στη βαθιά σιωπή.


Είναι ένα πολύ μοναχικό παράθυρο στον τοίχο
θα μπορούσες να σκεφτείς
πριν πέσεις για ύπνο
αγνοώντας τον κίνδυνο που σε περιμένει εκεί.



ΤΡΙΤΗ ΝΥΧΤΑ


ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ

Στέκεσαι στον πυθμένα ενός ποταμιού με μεγάλος πλάτος και βάθος. Το φως είναι λαμπρό και τα χρώματα είναι κορεσμένα με ακρίβεια. Νιώθεις το ρεύμα της ροής να σε σπρώχνει προς τα εμπρός, αλλά όχι αρκετά δυνατά ώστε να σε μετακινήσει από το σημείο όπου στέκεσαι. Δεν ξέρεις αν είσαι μικρός ή αν απλά τα φυτά και οι πέτρες του ποταμού είναι μεγάλα.


Δεν μπορείς να αισθανθείς τη μυρωδιά του ποταμού, είναι απόλυτα καθαρό και αποστειρωμένο. Το φως χτυπάει πάνω στις πέτρες και τα μακριά φύλλα των φυτών, αντανακλώντας τις κινήσεις, αργά, σχεδόν ρομαντικά. Είναι κάποια στιγμή μεσημέρι, ξημέρωμα, κάτι ενδιάμεσο, αλλά το μόνο που ξέρεις σίγουρα είναι ότι τίποτα δεν μπορεί να σε μετακινήσει.


Για κάποιο λόγο ξέρεις ότι αν προχωρήσεις μπροστά θα σου δημιουργήσει μεγάλο πρόβλημα στο μέλλον.


Η ροή σε κρατάει χαλαρό και ζεστό. Ανοιγοκλείνεις τα μάτια σου και δεν βγαίνουν φυσαλίδες από το στόμα και τη μύτη σου, ακόμα κι αν αναπνέεις συνέχεια. Το νερό μένει μακριά από το λαιμό και τους πνεύμονές σου, οπότε σκέφτεσαι ότι αυτό μπορεί να είναι απλώς μια ανάμνηση από κάτι. Βλέπεις τον εαυτό σου ως μεγαλύτερο, αλλά όχι πολύ μεγαλύτερο. Ώριμος. Πιο ώριμος απ' ό,τι γνωρίζεις τον εαυτό σου αυτή τη στιγμή. Τα χέρια σου αγγίζουν τη ροή, το φως τα διαλύει και είναι μαλακά και καθαρά. Ασυνήθιστο για σένα. Συνειδητοποιείς ότι στην πραγματικότητα περιμένεις κάτι.


Από το πουθενά, ένα γιγάντιο μωρό με ένα γιγάντιο εμφατικό κεφάλι, εντελώς γυμνό, κολυμπάει δίπλα στο κεφάλι σου ακριβώς πάνω στην επιφάνεια του νερού του ποταμού. Βλέπεις μόνο την κοιλιά και το κάτω μέρος του σώματός του. Είναι γιγάντιο, σαν σύννεφο ή σαν παιδί με λέπια. Το μωρό κολυμπάει σαν πύραυλος. Γρήγορα, σε ένα δευτερόλεπτο, και δεν μπορείς να το δεις πια.


Η ροή δεν σε μετακινεί ούτε τώρα. Δεν υπάρχει ρεύμα μετά την αποχώρηση του μωρού που θα σε έσπρωχνε προς τα εμπρός για να φύγεις. Εμφανίστηκε και έφυγε, σαν πεφταστέρι. Ένα μεγάλο ροζ γυμνό σύννεφο, μόνο για λίγα δευτερόλεπτα.

Στέκεσαι ακόμα εκεί που ήσουν πριν, κοιτάζοντας την κοίτη του ποταμού σαν να μη συνέβη ποτέ τίποτα.


Ξυπνάς και συνειδητοποιείς ότι ο πατέρας σου είναι νεκρός.

Είσαι ο γιος τώρα.







Είσαι ο αδελφός τώρα.
Είσαι ο κληρονόμος τώρα.
Σου ανήκουν όλα όσα έκανε
Είσαι όλα όσα ήταν
σ' αυτούς
γι' αυτούς
για όλους όσους τον γνώρισαν ποτέ.

Ποιος θα είναι ο πατέρας σου τώρα
όταν θα έχεις τόσα πολλά παιδιά που θα πρέπει να είσαι ο πατέρας τους

Ποιος θα είναι ο γονιός σου τώρα
όταν δεν θα έχουν απομείνει γονείς που

να σε αγαπούν
να σε ρωτήσουν

πώς ήταν η μέρα
χρειάζεσαι κάτι
πώς είσαι

να σε φροντίσω
να σε ακούσω
να σε υποστηρίξω
να σε καταλάβω

ποιος θα θρέψει την ανάγκη σου για προσοχή
που θα εγκρίνει όλα αυτά τα λάθη
που είναι σε εξέλιξη

ποιος θα φτιάξει τον χαλασμένο νεροχύτη
ποιος θα βγάλει το βαρύ χαλί για πλύσιμο
ποιος θα οδηγήσει το αυτοκίνητο
ποιος θα βάψει τα παράθυρα σε ένα σπίτι στο χωριό

Ο πατέρας σου έχει πεθάνει, εσύ είσαι ο πατέρας τώρα.


Την τρίτη νύχτα ξυπνάς.

Το σώμα σου κινείται από μόνο του. Είναι μια λειτουργία αυτόματου πιλότου που βοηθάει σε τέτοιες περιπτώσεις.
Σηκώνεσαι, πηγαίνεις στους ανθρώπους, θα 'πρεπε να κουβεντιάσεις λίγο. Είσαι και πάλι ένας φυσιολογικός άνθρωπος.

Παίρνεις μια μερίδα φαγητού από το τραπέζι
και το φέρνεις στο στόμα σου
Παίρνεις ακόμα και νερό
και το φέρνεις στο στόμα σου

αλλά δεν μπορείς να βάλεις τίποτα μέσα
τίποτα δεν μπορεί να μπει μέσα σου αυτή τη στιγμή

το κάνεις πολλές φορές
για να μπορούν να δουν όλοι πόσο φυσιολογικός και χαλαρός είσαι
ότι είσαι δυνατός
ένας δυνατός νεογέννητος πατέρας

γιατί μέχρι να πεθάνει ο ένας, ο άλλος δεν μπορεί να αναδυθεί

φέρνεις το φαγητό στο στόμα σου πολλές φορές
προκαλώντας το στομάχι να δουλέψει
ερεθίζεις το λαιμό και το σάλιο
η μυρωδιά είναι τόσο έντονη
τόσο θανατηφόρα τώρα

γιατί όλο αυτό το διάστημα μύριζες κάτι άλλο
κάτι άλλο ήταν πιο κοντά στη μύτη σου από οτιδήποτε άλλο είναι κοντά σου

βρωμιά από ένα παπούτσι

το υγρό χώμα που έφερες μαζί σου
σε όλη τη διαδρομή από τον τάφο στο σπίτι και στο δωμάτιο

και το μπάνιο
και το υπνοδωμάτιο
και το καθιστικό

όλα αυτά τα δωμάτια έγιναν τάφοι
τάφοι αναμνήσεων
μέσα από όπου παραμόνευε
παραμονεύεις τώρα.

Την τρίτη νύχτα συνειδητοποίησες τι συνέβη
αυτό σημαίνει ότι το αποδέχεσαι.

Τα πας καλά παιδί μου, μπράβο, μπράβο, μπράβο παιδί μου

Είσαι τόσο καλό παιδί που ο μπαμπάς σ' αγαπούσε τόσο πολύ
ενώ συνειδητοποιείς ότι δεν είναι τόσο δύσκολο να το ξεπεράσεις
ότι η ζωή συνεχίζεται

και στην πραγματικότητα τίποτα δεν σταματάει

είναι πιο εύκολο να κινείσαι τώρα
επίσης αισθάνεσαι καλά να μιλάς στους ανθρώπους στο σπίτι

έχεις μια θορυβώδη γειτόνισσα που την ξέρεις από τότε που ήσουν μωρό
η πιο φωνακλού στο δωμάτιο

και πάντα μισούσες αυτόν το θόρυβο γύρω της
αλλά τώρα είναι μια χαρά
είναι απολύτως μια χαρά να κάνεις φασαρία
γιατί στη σιωπή κρύβεται ένας κίνδυνος
που περιμένει κατά τη διάρκεια της νύχτας
και είναι μόλις ο τρίτος μέχρι στιγμής

έτσι διασκεδάζεις τη γειτόνισσα
προκαλώντας αστεία και γέλιο

είσαι τόσο καλός σ' αυτό
τόσο γοητευτικός
όπως ήταν κι ο πατέρας σου

επιδεικνύεις τα καλά σου δόντια
το λευκό λαμπερό χαμόγελο που όλοι θαύμαζαν για πάντα
τρέχεις με τα δάχτυλα στα μαλλιά
κυματιστά και σέξι
φαίνεσαι τόσο όμορφος
τόσο ενήλικας

ποιος θα πίστευε ότι δεν είσαι ικανός γι' αυτό
τι είναι αυτό για σένα

ένα τίποτα

ένα μεγάλο τίποτα
κάτι πολύ απλό

έτσι όλοι γελούν
όλοι τρώνε
πίνουν πολύ

τα πιρούνια χτυπούν τα πιάτα
το κρέας στο τραπέζι εξαφανίζεται πολύ γρήγορα
τα μπουκάλια είναι άδεια αλλά η εξοικονόμησή του είναι ατελείωτη

έτσι βάζεις κι άλλο
και φέρνεις κι άλλο


και γελάς και γελούν κι αυτοί
και τρώνε
και φέρνεις το φαγητό στα χείλη
και μετά καταπίνουν
και μετά βάζεις το φαγητό σου πίσω στο πιάτο
Κανείς δεν βλέπει τίποτα.
Η μυρωδιά του χώματος από τον τάφο γεμίζει το δωμάτιο.




ΤΕΤΑΡΤΗ ΝΥΧΤΑ


Κάποιος κλαίει στο διπλανό δωμάτιο
και δεν μπορείς να πεις ποιος ακριβώς

Αλλά είναι απαράδεκτο

Είναι εξωφρενικό να συνεχίζεις μ' αυτό το κλάμμα κι αυτό το μοιρολόι

Για πόσο ακόμα θα πρέπει να το ακούς αυτό
να μαζεύεις χαρτομάντηλα από το πάτωμα του διαδρόμου και το τραπέζι της κουζίνας
Όλο το σπίτι είναι θαμμένο στα χαρτομάντηλα
δεν υπάρχει πλέον ούτε χαρτί υγείας

αργότερα εκείνη τη νύχτα είναι πιθανό να πρέπει να πλύνεις τον κώλο σου
αν χέσεις
γιατί δεν υπάρχει τίποτα σε όλο το σπίτι
με το οποίο μπορείς να σκουπίσεις τον κώλο σου

αν χέσεις
καθόλου


δεν έφαγες τίποτα ακόμα
πόσες μέρες πέρασαν
μέχρι τώρα

από το τελευταίο πρωινό
καμμιά γουλιά νερό

λίγους καφέδες ίσως
χιλιάδες τσιγάρα

αλλά δεν μπορείς να χέσεις καπνό
αν καταλαβαίνεις τι εννοώ


τώρα σήκω ντύσου και ξάπλωσε μπρούμιτα στο κρεβάτι
είσαι εξαντλημένος, δεν είσαι


Την τέταρτη νύχτα όλα θα πέσουν πάνω στο κεφάλι σου
θα ανακαλέσεις στη μνήμη σου όλα όσα συνέβησαν τη νύχτα πριν την Πρώτη νύχτα

Πού ήσουν τι φορούσες με ποιον μίλησες ποιες ήταν οι τελευταίες λέξεις που είπες στον οποιονδήποτε
Αυτό το ταξίδι θα τελειώσει σύντομα οπότε τώρα φέρνεις στη μνήμη σου όλα όσα αναβλήθηκαν
είναι η νύχτα που τα σπάει όλα


Ένα πεφταστέρι έτρεξε στις αδελφές της
ζητώντας καταφύγιο
οι αδελφές την κράτησαν για λίγο
πριν το φως της φωτίσει ολόκληρο τον ουρανό
και φωτίζοντας τις μέρες που θα έρθουν

ένα αστέρι ήταν ασφαλές και ευτυχισμένο
το αστέρι αγαπούσε τις αδελφές του και οι αδελφές το αγαπούσαν κι αυτές

οι αδελφές ήξεραν ότι το μικρό αστέρι
θα κάψει τον ουρανό
αν αυτή δεν μάθει
πώς να πυροβολεί από μόνη της.



Για τι είναι αυτή η νύχτα;
Τι κάνεις αυτή τη νύχτα;

Δάγκωσε λίγο τα νύχια σου.
Μετά δάγκωσε ένα χείλος από μέσα.
Ξύσε αυτό το σημάδι που έκανε η γάτα στο χέρι σου.

Κάνε κι άλλες μπούκλες στα μαλλιά σου.

Έχει γίνει βαρετό;

Θέλεις να δεις κάποιον
θέλεις ένα περιστασιακό πήδημα
είσαι καυλωμένος ίσως

Τι είναι αυτή η κάλτσα στη γωνία
από πού ήρθε αυτό το πουκάμισο που είναι στην πόρτα του μπάνιου
Ποιος έκλεισε το παράθυρο
τι μέρα είναι σήμερα
μυρίζει από κάπου φαγητό

ποιανού είναι αυτά τα γυαλιά στο τραπέζι
πόσες σελίδες από το βιβλίο δίπλα στο κρεβάτι σου έχεις διαβάσει μέχρι τώρα
ποιος έβαλε αυτή τη λευκή κουρτίνα
τα ρολόγια είναι ακόμα σταματημένα
Ο καθρέφτης στον τοίχο δεν δείχνει τίποτα

ένα παπούτσι βρίσκεται εκεί πού είναι το άλλο
βρωμάς ιδρώτα και αποσμητικό ταυτόχρονα
το εσώρουχό σου είναι το ίδιο
που φορούσες
πριν από πέντε μέρες
μυρίζεις τη μασχάλη σου τώρα μέσα από την ντουλάπα
έρχεσαι σε επαφή με τον εαυτό σου
μυρίζει ξύλο και μέταλλο
ως συνήθως
και σου αρέσει αυτό

εισπνέεις βαθιά
εκπνέεις ακόμα πιο βαθιά

έξω είναι ζεστά και σταθερά
η νύχτα πήρε τα ηνία

όλοι έφυγαν
το σπίτι είναι εν μέρει άδειο

τουλάχιστον κάποια μέρη του σπιτιού είναι σίγουρα άδεια
και θα παραμείνουν έτσι
για πάντα
από τώρα και στο εξής





ΠΕΜΠΤΗ ΝΥΧΤΑ

όλα καλά

σκέφτεσαι καθώς ανοίγεις την πόρτα του δωματίου και βγαίνεις έξω.
Ξυπόλητος στο ξύλινο πάτωμα όπως όταν ήσουν παιδί
ηλικίας επτά ετών ή κάτι τέτοιο
το πάτωμα σε γαργαλάει, οπότε το γαργαλάς κι εσύ
καθώς θυμάσαι πώς γλιστρούσες πάνω του όταν η μαμά σφουγγάριζε το χώρο

έτσι γλιστράς και τώρα πάλι
και γελάς με το πόσο παιδαριώδες είναι να το κάνεις τώρα
που είσαι ενήλικας και ώριμος
που είσαι ο πατέρας τώρα

και θυμάσαι

τι σε έβγαλε από το δωμάτιο

θέλεις να κατουρήσεις
Στην πραγματικότητα δεν
θέλεις, αλλά έτσι νιώθεις και αυτό το συναίσθημα είναι ωραίο
μοιάζει σαν να λειτουργεί το σώμα σου και είναι σε θέση να κατουράει χωρίς νερό για μέρες
σε ιντριγκάρει το τι θα κατουρήσεις, τι χρώμα θα έχει
πώς θα μυρίζει

στην πραγματικότητα σ' ενδιαφέρουν τα πάντα τώρα

έτσι ήρθες στο μπάνιο και μπήκες χωρίς να ανάψεις τα φώτα
το φως είναι αφόρητο για σένα τώρα, οποιοδήποτε φως είναι ένα μεγάλο όχι για σένα
και συνήθως κάνεις τα πάντα στο μπάνιο ενώ βρίσκεσαι στο σκοτάδι οπότε αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο για σένα

αλλά αυτό είναι το μπάνιο της μαμάς
στο σπίτι της μαμάς

δεν ξέρεις πού βρίσκονται τα πράγματα οπότε ανάβεις το φως στο διάδρομο
αφήνεις τις πόρτες ανοιχτές και ξεκουμπώνεις τη φόρμα σου
παρακολουθείς το κενό της τουαλέτας
στο μισοσκόταδο, φαίνεται ατελείωτο

έτσι κοιτάς για λίγο
μυρίζοντας τα καθαριστικά παντού
είναι τόσο καθαρά
κάποιος καθάριζε εδώ σαν τρελός
ακόμα και στο σκοτάδι λάμπει και είναι σχεδόν αποστειρωμένο

έτσι σκέφτεσαι τώρα το κατούρημα και πώς οι σταγόνες του θα καταστρέψουν αυτό το εργαστηριακό μπάνιο σε ένα χάος αφού τελειώσεις και πώς κάποιος πάλι θα τρίψει το πάτωμα του μπάνιου ξανά και ξανά μέχρι την τελειότητα


Θα μπορούσες να γλείψεις το πάτωμα είναι προφανές
τόσο καθαρό είναι τώρα

κάποια ξέσπασε αυτές τις μέρες,
η μαμά ή μια από τις αδερφές τις τελευταίες έξι μέρες
πάντα έτσι αντιδρούν


έτσι κοιτάς την τουαλέτα
ο πούτσος σου κουνιέται από πάνω της και η κύστη σου είναι γεμάτη σχεδόν πονάει
ανοιγοκλείνεις τα μάτια σου μερικές φορές χωρίς να σκέφτεσαι τίποτα

μια σταγόνα στην κορυφή του πούτσου σου κυλάει αργά πάνω από την άκρη της ακροποσθίας

πριν γλιστρήσει από αυτό βάζεις το χέρι σου από κάτω
ώστε να πέσει στην παλάμη σου

μετά σφίγγεις τη γροθιά σου, κλείνεις το φερμουάρ σου και φεύγεις από το μπάνιο
κλείνοντας την πόρτα
αφήνοντας τα πάντα σαν να μην ήταν κανείς εκεί μέσα
ποτέ

Ξαπλώνοντας στο κρεβάτι μετά από αυτό θα κοιτάς το σημείο όπου έπεσε η σταγόνα
η παλάμη σου θα είναι ορθάνοιχτη κοντά στο πρόσωπό σου και θα την κοιτάς για ώρες

δεν ήταν κάτουρο
ούτε προσπερματικό υγρό

τώρα νιώθεις να ιδρώνεις σαν τρελός κι αυτός ήταν ένας συνεχής ιδρώτας


αλλά για ποιο λόγο
έχεις μέρες να κουνηθείς και δεν έκανες τίποτα
δεν έχεις δει κανέναν οπότε δεν μπορεί να είναι κρυολόγημα ή γρίπη
είναι αυτό ρίγος;
τα μάγουλά σας καίνε και το κεφάλι σας είναι τόοooooooooσo βαρύ
σαν να πρόκειται να εκραγεί

και ξαφνικά
η αναπνοή σταματάει
δεν μπορείς να πάρεις αέρα πια

τώρα είσαι μόνο εσύ και το δωμάτιο
ένα κενό

το ατελείωτο κενό της υπέρτασης
το άγχος επανέρχεται

ωραία, αυτό σημαίνει ότι είσαι ζωντανός
είσαι προετοιμασμένος γι' αυτό δεν έχεις προετοιμαστεί γι' αυτό εδώ και χρόνια σχεδόν έχεις ξεχάσει πώς είναι αυτό το συναίσθημα
αυτή είναι η πιο εύκολη νύχτα

κατακτάς τα πάντα ξανά και η αναπνοή θα σταματήσει για λίγο αλλά μετά από αυτό απλά θα κοιμηθείς

περίμενε

απλά περίμενε
μην κουνιέσαι
χτυπάς με το δάχτυλό σου σε ένα σημείο του κρεβατιού και βλέπεις το ταβάνι
παρατηρείς το ταβάνι υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα στο ταβάνι

το αυτοκίνητο πέρασε δίπλα από το σπίτι
η γάτα κλαψουρίζει λίγο στην αυλή

η μαμά ανοίγει ένα παράθυρο αυτή τη στιγμή και η τηλεόραση είναι ανοιχτή
ο ήχος της φτάνει μέχρι το δωμάτιό σου


κάποιος κέρδισε το λαχείο κάποιος ανακοινώνει ένα νέο μουσικό άλμπουμ ο καιρός θα είναι ηλιόλουστος αύριο το πρωί ένα τροχαίο στο δρόμο Ε-48 δύο νεκροί επτά τραυματίες πολιτικό κίνημα καταλαμβάνει τη χώρα διάσημη ηθοποιός χώρισε από έναν ακόμα πιο διάσημο σύζυγο δύο παιδιά στο δικαστήριο ένας τύπος πυροβολεί τον αδερφό του για την οικογενειακή κληρονομιά, μια τηλεοπτική διαφήμιση για μια νέα κρέμα ποδιών για πιο μαλακά και καθαρά πόδια και θυμάσαι πόσο σου αρέσουν τα πόδια σε έναν όμορφο άνθρωπο

έχει χαθεί

κοιμάσαι και είσαι κουρασμένος
η καρδιά σου ρίχνει λίγο τους χτύπους της
νιώθεις τη μυρωδιά του ιδρώτα σου σε όλο το δωμάτιο και το μαξιλάρι είναι υγρό
τα μαλλιά σου είναι βρεγμένα και δεν έχουν λουστεί εδώ και έξι μέρες

θα πρέπει να τα λούσεις αύριο



SIXT NIGHT

Μείνε ξύπνιο
ς και ετοιμάσου
ο θείος έρχεται να επισκεφτεί την οικογένεια.

ντύσου
στολίσου
συμμαζέψου

αλλά πριν
μπες στο μπάνιο και κάνε ένα ντους
δεν είναι πια ερώτηση, είναι εντολή
και δεν με ενδιαφέρει καν πώς ή πότε θα το κάνεις, απλά πρέπει να το κάνεις

πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις

πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις

πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις

πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις πρέπει να το κάνεις

μην είσαι κότα βγάλε αρχίδια
Η μπανιέρα φαίνεται κρύα
και δεν θα ξανανοίξεις το φως
τα ρούχα σου που είναι επτά ημερών δεν θέλουν να ξεγλιστρήσουν από το σώμα σου
είναι κολλημένα πάνω σου σαν καινούργιο δέρμα
υφασμάτινο δέρμα, μια ασπίδα που σε προστατεύει από το να σ' αγγίξει οτιδήποτε από τον έξω κόσμο
ζει πάνω σου σαν παράσιτο, τρέφεται από σένα κάθε μέρα, κάθε στιγμή της ώρας

Το σαπούνι στέκεται στην άκρη της μπανιέρας
είναι στεγνό και αχρησιμοποίητο. Βρίσκεται εκεί για κάποιο λόγο, κάποιος το άφησε εκεί για να σε ιντριγκάρει ακόμη περισσότερο. Μυρίζει τόσο διαφορετικά από αυτό που μυρίζεις εδώ και μέρες.


Σάπια λάσπη.


Η μύτη σου είναι γεμάτη από σάπια λάσπη και βρωμιά από ένα παπούτσι που μπήκε και κατέλαβε κάθε γωνιά του σπιτιού. Το σαπούνι είναι το μόνο πράγμα που μυρίζει διαφορετικά από αυτό. Είναι πολύ καθαρό και πολύ λαμπερό, σε κάνει να νιώθεις ότι θέλεις να κάνεις εμετό.


Ανοίγεις το ζεστό νερό στην μπανιέρα. Ο ατμός αρχίζει να γεμίζει το δωμάτιο. Όλοι στο σπίτι είναι τόσο σιωπηλοί τώρα και ξέρεις ότι στέκονται κάτω, κοιτάζουν το ταβάνι και αναρωτιούνται είσαι άραγε ήδη μέσα στο νερό, έβγαλες τα ρούχα σου. Ευκαιρία να πλυθούν κιόλας.


Η μπανιέρα έχει γεμίσει, πρέπει να κλείσεις το νερό τώρα. Η μυρωδιά του μπάνιου αναμιγνύεται με τη μυρωδιά του σώματός σου. Έτσι μυρίζει το πτώμα που πλένεται. Στέκεσαι και κοιτάς την επιφάνειά του. Είναι πανέμορφη. Τόσο όμορφη που δεν θέλεις να την καταστρέψεις.


Τότε έρχεται η ώρα να ξεκουμπώσεις το πουκάμισό σου και να τα βγάλεις όλα.


Δεν υπάρχει πρόβλημα, έχει γίνει πολλές φορές στο παρελθόν, για πολλούς λόγους. Ξέρεις τις κινήσεις.

Οπότε αρχίζεις να τραγουδάς:

The Pussycat Dolls & SnoopDog_Buttons.mp3

σου λέω χαλάρωσε τα κουμπιά μου μωρό μου
Αλλά συνεχίζεις να το παίζεις
Λες τι θα μου κάνεις α χα χα
Αλλά δεν έχω δει τίποτα
Σου λέω χαλάρωσε τα κουμπιά μου μωρό μου αχα
Αλλά συνεχίζεις να το παίζεις χα χα
Λες τι θα μου κάνεις α χα χα



Αυτό το τραγούδι συνήθως βοηθάει. Οπουδήποτε και οποτεδήποτε.
Έτσι αγγίζεις λίγο το σώμα σου και είναι ακόμα πολύ απαλό. Πάντα είχες αυτό το δυνατό αθλητικό σώμα.
Και στρέφεις την προσοχή σου στον ατμό, αποκαλύπτει μια μπανιέρα που είναι ακόμα ζεστή.

Και τα ρούχα πέφτουν στο πάτωμα και προχωράς μπροστά. Είναι ωραίο να απέχεις τόσο λίγο από το να κάνεις μπάνιο. Πρέπει τουλάχιστον να πλύνεις το πρόσωπό σου

σε παρακαλώ.

Υπάρχει μια αντανάκλαση του σώματός σου στον καθρέφτη του τοίχου. Στέκεσαι μπροστά του από το πλάι. Ουάου, έχασες πολύ βάρος. Έχεις γένια παντού. Τα μαλλιά σου είναι χάλια. Πού ήσουν τις τελευταίες επτά ημέρες, τι στο διάολο


τι στο γαμημένο διάολο
δεν σε ενοχλεί αυτό

Αλλά χαμογελάς γιατί ξέρεις ότι αυτή είναι μια στιγμή
από αυτό το μπάνιο ένα νέο παιδί θα γεννηθεί
ένα παιδί που είναι έτοιμο και αρκετά δυνατό για να συνεχίσει σα να μην συνέβη ποτέ τίποτα
όποιο αστέρι έπεφτε σε αυτό το νερό θα γινόταν αθάνατο

και θα ανέβαινε αμέσως ξανά στον ουρανό κι αυτή είναι η στιγμή για σένα να θεραπευτείς
αυτό το νερό θα θεραπεύσει όλα όσα συνέβησαν ακόμα και στο παρελθόν οπότε απλά πήδηξε μέσα
θα σε προετοιμάσει κι άλλο, ένα αρσενικό, έτσι ώστε η ζωή να γίνει τόσο εύκολη για σένα
Βούτηξε.


Αλλά δεν είσαι έτοιμος και τώρα οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν αλλάξει.
Μαζεύεις τα ρούχα από το πάτωμα, τα βάζεις στα άπλυτα, παίρνεις την ξυριστική μηχανή, βουρτσίζεις τα μαλλιά με μια στεγνή χτένα και παιδική πούδρα,
παίρνεις καθαρά ρούχα βάζεις αποσμητικό πάνω τους, όχι στο σώμα, και τα ψεκάζεις με άρωμα

το μόνο πράγμα που δεν έβγαλες καθόλου ήταν τα εσώρουχά σου
αυτά θα μείνουν πάνω σου

Βγαίνεις έξω σαν ήρωας, από εκείνο το μπάνιο
Είσαι τόσο όμορφος και ευτυχισμένος
με μια καθαρή ασπίδα πάνω σου που δεν προσελκύει κανένα ύποπτο βλέμμα
Είσαι ο Ήρωας της ημέρας γιατί είπες ψέματα και ξεγέλασες τους πάντες ώστε να νομίζουν ότι κέρδισες τη μάχη

Αλλά είσαι εσύ ο ίδιος
με μια καθαρή ασπίδα
φοβισμένος και πραγματικά λυπημένος
πραγματικά, πραγματικά, πραγματικά λυπημένος
απλά είσαι αυτός που είσαι και χρειάζεσαι χρόνο
κι αυτό είναι μια χαρά

δεν είσαι υποχρεωμένος να κάνεις μπάνιο
ούτε να λούσεις τα μαλλιά σου

έχεις δικαίωμα να είσαι θλιμμένος για όσο καιρό θέλεις

Έτσι κατέβηκες τις σκάλες, κάνεις χειραψία με ένα θείο σαν μεγάλος άντρας
αγκαλιάζεις τη θεία και φιλάς τη μαμά
ανοίγεις το μπουκάλι με το κρασί και κάθεστε όλοι μαζί για να φάτε

βλέπεις πως η μαμά είναι ευτυχισμένη
ο μοναχογιός της είναι καλύτερα
είναι τόσο όμορφος
ξεπερνάει αυτή την τραγωδία

όλα είναι καλά και αυτή είναι καλά
θα είναι καλά
μόνο αν ο γιος της είναι καλά

μόνο αν είναι ευτυχισμένος
έτσι πρέπει να είναι ευτυχισμένος και καθαρός και ζωντανός και υγιής
απλά πρέπει να είναι







ΕΒΔΟΜΗ ΝΥΧΤΑ


Έφαγες μια ελιά χθες το βράδυ και τώρα έχει κολλήσει στο στομάχι σου. Το σώμα δεν θέλει να την επεξεργαστεί περαιτέρω. Για να την καταπιείς χρειάστηκε πάρα πολλή προσπάθεια, οπότε θα ήταν κρίμα να την αποβάλλεις, αλλά αφού δεν πάει άλλο δεν έχεις επιλογή.

Πώς να ξεράσεις μια ελιά;
Όταν ήσουν δεκαεπτά ήπιες μισό μπουκάλι φτηνή βότκα και δύο μπύρες. Κάπνισες δύο πακέτα τσιγάρα μέσα σε μια νύχτα και έκανες εμετό επάνω στις σκάλες στο γυμνάσιό σου, γιατί η παρέα σου έπινε κρυφά πίσω από το σχολείο. Ήταν τόσο εύκολο.

Η τελευταία φορά που έκανες εμετό ήταν όταν ο παλιός σου συγκάτοικος ετοίμασε πρωινό για τον εαυτό του - τόνους φαγητού για ένα άτομο, και έβαλε πατάτες να βράσουν. Χωρίς λόγο η μυρωδιά της βραστής πατάτας σου προκάλεσε εμετό. Από τότε αντέχεις να δεις πατάτες μόνο εάν παρασκευάζονται ως προϊόν μαγειρέματος κάποιου, όχι κατά την προετοιμασία.

Αυτός ο συγκάτοικός σου ήταν εκτός όλων των άλλων και μεγάλη τσούλα. Κυκλοφορούσε παντού με μια πρωκτική σφήνα, μιλώντας συνέχεια για το πόσο τον επιθυμούσαν όλοι. Νομίζεις ότι ήταν το πιο αηδιαστικό άτομο που έχεις γνωρίσει ποτέ. Αλλά τον σκέφτηκες πολύ τα τελευταία χρόνια από τότε που έφυγες από αυτό το διαμέρισμα. Τον έβλεπες να πηδιέται από δω κι από κει, αλλά στην πραγματικότητα δεν έμαθες καμία πραγματική πληροφορία γι αυτόν.

Είσαι πάλι στο μπάνιο σκύβοντας πάνω από την τουαλέτα. Η ελιά κινείται στο στομάχι.

Το τηλέφωνο χτυπάει στον κάτω όροφο, η αδερφή το σηκώνει λέγοντας ότι θα έρθουμε αργότερα και τι να φέρουμε. Η μαμά της ψιθυρίζει ότι δεν μπορεί να μαγειρέψει ή να ετοιμάσει τίποτα, έχει ραντεβού με μια κομμώτρια, η άλλη αδερφή λέει ότι θα πάει στο μαγαζί για μια έτοιμη τούρτα.

Σάλιο στάζει από το λαιμό σου, πέφτει επάνω στην επιφάνεια της τουαλέτας αλλά δεν βγαίνει τίποτα. Είσαι σκυμμένος εκεί εισπνέοντας διάφορα χημικά σαν να είναι άρωμα και αυτό κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα.

Ένα φορτηγό έξω παρκάρει κοντά στο σπίτι, έρχονται καινούργια έπιπλα και θα τα φτιάξουν αύριο το πρωί, είναι πολύ αργά για αυτό τώρα. Η νύχτα μόλις ξεκίνησε και προσπαθείς να κάνεις εμετό κάτι που σου προκαλεί πόνο.

Το σάλιο σου είναι λευκό και διάφανο.

Σκέφτεσαι τη μυρωδιά της πατάτας, τις γυναίκες που γεννούν, αίμα και σκατά. Σκέφτεσαι ιατρικά απόβλητα, πόδια που κόβονται, χέρια σπασμένα σε τροχαίο δυστύχημα, πουλιά νεκρά στο δρόμο, συκώτια παντού

Σκέφτεσαι θορυβώδη μέρη ντίσκο κλαμπ σούπερ μάρκετ ανθρώπους που τρώνε φαγητό μασώντας φτύνοντας καταπίνοντας μασώντας φτύνοντας καταπίνοντας μασώντας φτύνοντας καταπίνοντας και μετά φτύνεις και καταπίνεις αλλά δεν συμβαίνει τίποτα

Την έβδομη νύχτα όλα είναι εύκολα, τα πράγματα απλά κυλούν

Τρεις από αυτές είναι στον κάτω όροφο και κουβεντιάζουν μετακινώντας πράγματα και πετούν πράγματα, και  φίλοι τηλεφωνούν για μια χαλαρή συζήτηση, ξανά

ο καιρός είναι καλός, ζεστός, ο αέρας καθαρός, αυτές τις οκτώ μέρες δεν έγινε και τίποτα. Επιβιώσαμε και αυτό είναι το αποτέλεσμα.

Φαίνεσαι μια χαρά, το χρώμα έχει επιστρέψει στα μάγουλά σου, ίσως επειδή τελικά έφαγες κάτι, ακόμα κι αν ήταν μόνο μια ελιά. Κοιμήθηκες επίσης μερικές φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας, ξεσπέπαστος στο κρεβάτι, στο πάτωμα, στον καναπέ και σε μια καρέκλα. Βλέπεις, είσαι τόσο καλός και καλά που δεν επιλέγεις πια πού θα κοιμηθείς. Είσαι πραγματικά μια χαρά, πιστέψέ με.

Δεν έχεις κατουρήσει, δεν έχεις χέσει, δεν έχεις κάνει μπάνιο, δεν έχεις φάει ούτε βγήκες έξω για οκτώ ημέρες.

Το σώμα σου είναι τόσο δυνατό, είναι σαν το τιτάνιο, τίποτα δεν μπορεί να το βλάψει. Είσαι ο  άντρας που θα επιθυμούσες να είσαι.

Φτύνεις λοιπόν για άλλη μια φορά, σηκώνεσαι από εκείνο το πάτωμα, δυνατά, αργά, αλλά καταφέρνεις με κάποιο τρόπο να σηκωθείς και να μπεις ξανά στο δωμάτιο. Η πίσω αυλή τακτοποιήθηκε και έγινε τέλεια τις τελευταίες μέρες, κάποιος έκανε σοβαρή δουλειά. Το σπίτι είναι καλοφτιαγμένο και όλα βρίσκονται στη θέση τους. Θυμάσαι να τσεκάρεις ένα τηλέφωνο, αλλά η μπαταρία του φαίνεται σαν να τελείωσε χρόνια πριν, οπότε ψάχνεις για φορτιστή αλλά είναι στον κάτω όροφο.

Η γάτα είναι στο δωμάτιο, κοιμάται, οπότε τη χαϊδεύεις για μια στιγμή και κάθεσαι και καπνίζεις στο παράθυρο. Από δω το σπίτι μοιάζει με οποιοδήποτε άλλο σπίτι στη γύρω περιοχή. Μια μεγάλη, κόκκινη στέγη, ωραίες βεράντες, ένα πλάτωμα με πολλά φυτά μπροστά του, ψηλά τζάμια. Από τον εξωτερικό κόσμο, φαίνεται ότι τίποτα σημαντικό ή μεγάλο δεν συμβαίνει μέσα, και συνειδητοποιείς ότι το ,, μέσα” δεν εμπλέκεται απαραίτητα με έναν φυσικό χώρο. Είναι ένας χώρος μνήμης τώρα, για σένα, ό,τι έχει απομείνει.

Το κάπνισμα σε παράθυρο είναι πραγματικά ανόητο, σκέφτεσαι ενώ εισπνέεις τον καπνό. Όλα μπαίνουν μέσα ούτως ή άλλως και το δωμάτιο γεμίζει σε μια στιγμή. Μυρίζει σαν μια συνηθισμένη νύχτα, αυτή, η έβδομη. Μάλλον θα είναι εντάξει, δεν μπορείς να πεις. Τα φώτα ανάβουν και σβήνουν στα σπίτια γύρω από το δικό σου. Οι άνθρωποι κινούνται μέσα τους, ζουν χαλαρά. Γι΄ αυτούς αυτή είναι απλώς μια νύχτα, μέρος της ημέρας πριν πάνε στη δουλειά ή κάνουν κάτι που σκόπευαν πριν από λίγο καιρό. Θα κατεβείς κάτω σε λίγα λεπτά, απλά χρειάζεσαι μερικές στιγμές ακόμα για να χωνέψεις ότι αυτό τελείωσε.

Ότι όλα έχουν τελειώσει τώρα.

Δεν θα περπατήσεις ποτέ ξανά με τα ίδια παπούτσια και ποτέ δεν θα κάνεις κύκλους γύρω από τα δωμάτια με τον ίδιο τρόπο που έκανες πριν. Δεν θα μπορέσεις ποτέ να κάνεις ξανά καμμιά κίνηση όπως παλιά και το σώμα σου δεν είναι πια το παλιό. Δεν θα θέλεις ποτέ ξανά να κυνηγήσεις ή να τρέξεις για κάτι μεγαλύτερο που μοιάζει με κάτι γυαλιστερό στο βάθος και ο χρόνος για σένα θα κυλά διαφορετικά από δω και πέρα. Σαν το ρεύμα ενός μεγάλου ποταμού που σε περιβάλλει χωρίς αρκετή ώθηση για να σε πάει μπροστά.

Αυτό είναι το τέλος αλλά αυτές οι λίγες τελευταίες στιγμές κρατούν για πάντα. Αυτό είναι το για πάντα του τέλους και βρίσκεσαι μέσα σ' αυτό εντελώς. Δεν θα τελειώσει ποτέ αλλά τελειώνει τώρα. Το νιώθεις ακόμα κι αν δεν το ένιωσες ποτέ πριν. Νιώθεις τα πάντα αλλά ταυτόχρονα δεν νιώθεις τίποτα. Είναι μια σταγόνα θανάτου που σε περιβάλλει και ο θάνατος είναι το μόνο πράγμα που νιώθεις τώρα ως σχετική αναφορά για το μέλλον.

Είσαι κολλημένος τώρα αλλά είσαι ελεύθερος τώρα. Οποτεδήποτε μπορεί να συμβεί και την έβδομη νύχτα συνειδητοποιείς μόνο ένα πράγμα σίγουρα:

αυτή είναι η ΠΡΩΤΗ ΝΥΧΤΑ.

Και τις επόμενες έξι μέρες, αυτή η έβδομη νύχτα θα είναι και πάλι η ΠΡΩΤΗ ΝΥΧΤΑ.

Δεν θα καταπιείς ελιά ποτέ ξανά, αλλά θα την τρως μια στο τόσο. Θα ξαπλώσεις στο πάτωμα ενός μπάνιου και θα πιέσεις τον εαυτό σου να μη κατουρήσει, αλλά θα σηκωθείς και θα κατουρήσεις αν πραγματικά χρειαστεί.

Θα χαϊδέψεις μια γάτα, θα καπνίσεις στο παράθυρο. Ο θείος θα έρχεται μια στο τόσο, η θορυβώδης γειτόνισσα θα έρχεται μια στο τόσο.

Κάποιος θα πεθάνει ξανά, μια στο τόσο.

Η πίσω αυλή θα είναι τακτοποιημένη κάθε μέρα, το τηλέφωνό σου θα είναι χωρίς μπαταρία για πολλές μέρες. Είσαι ένας εξαιρετικός, όμορφος, εμφανίσιμος νεαρός άνδρας και θα είσαι πατέρας κάθε μέρα.

Πώς είσαι;
Τι νιώθεις;

Από δω και πέρα θα μετακινήσαι από το ένα μέρος στο άλλο, θα βγαίνεις με εραστές και φίλους, θα μιλάς με την οικογένεια και τα ξαδέρφια σου. Δεν θα μπορέσεις ποτέ να ξεχάσεις τη μυρωδιά της λάσπης του νεκροταφείου, η βροχή θα σταματήσει σε λίγους μήνες και τα αναμμένα κεριά στο μυαλό σου θα καίνε για πάντα. Αυτό δεν είναι ποτέ και για πάντα την ίδια στιγμή, αυτή τη νύχτα νιώθεις δυνατός και ανίκανος για οτιδήποτε ταυτόχρονα. Κολλημένος.

Έτσι κολλάς το παντζούρι στον τοίχο και εισπνέεις αέρα από έξω. Τώρα είσαι έτοιμος.

Αυτή είναι η πρώτη νύχτα και όλα έχουν τελειώσει τώρα ενώ ξαναρχίζουν.


Bjork_History of touches.mp3

σε ξυπνάω
 μέσα στη νύχτα νιώθωντας
ότι αυτή είναι η τελευταία φορά που είμαστε μαζί
Επομένως νιώθοντας όλες τις στιγμές
Που ήμασταν μαζί
Που ήμουν εδώ την ίδια στιγμή
Κάθε άγγιγμα του ενός στον άλλον
 Κάθε γαμήσι
που κάναμε μαζί
 Βρίσκεται σε μια υπέροχη διαδοχή εικόνων
Μαζί μας εδώ αυτή τη στιγμή
Η ιστορία των αγγιγμάτων
 Κάθε λεπτομέρεια
Συμπιέστηκε σε ένα δευτερόλεπτο
 Τα πάντα μαζί μας εδώ καθώς σε ξυπνάω